ἀνίατος

From LSJ
Revision as of 12:25, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίᾱτος Medium diacritics: ἀνίατος Low diacritics: ανίατος Capitals: ΑΝΙΑΤΟΣ
Transliteration A: aníatos Transliteration B: aniatos Transliteration C: aniatos Beta Code: a)ni/atos

English (LSJ)

[ῑ], Ion. ἀν-ίητος, ον, A incurable, Hp.Aph.7.87; ἕλκος, τραῦμα, Pl.Lg.877a, 878c: also in moral sense, πράγματα ib.660c; ἀ. καὶ ἀνήκεστα κακά Aeschin.3.156; ἀνελευθερία ἀ. ἐστιν Arist.EN1121b13. 2 of persons, incurable, incorrigible, Pl.R.410a, Grg.526b; ἀ. κατὰ τὴν μοχθηρίαν Arist.EN1165b18, al. Adv. ἀνιάτως, ἔχειν to be incurable, Pl.Phd.113e, D.18.324; οἱ ἀ. κακοί Arist.EN1137a29. II Act., ἀ. μετάνοια unavailing repentance, Antipho 2.4.12.

German (Pape)

[Seite 236] unheilbar, ἕλκος, τραῦμα, Plat. Legg. 877 a 878 c; von Menschen, Gorg. 526 b u. sonst; ἀνιάτως ἔχειν Phaed. 113 e; Dion. Hal. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίᾱτος: Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ ἰατός, ἀνιάτρευτος, Ἱππ. Ἀφ. 1262· ἕλκος, τραῦμα Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα αὐτόθι 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· ἀνελευθερία ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀδιόρθωτος. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: οὕτως ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. μετάνοια, ἀνωφελής, ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 incurable;
2 qui ne remédie à rien.
Étymologie: ἀνά, ἰάομαι.

English (Slater)

ἀνίατος incurable ]ἀνίατον εἰ[ fr. 260. 3.

Spanish (DGE)

(ἀνίᾱτος) -ον
• Alolema(s): jón. ἀνίητος Hp.Aph.7.87
• Grafía: graf. ἀνίαστος Hsch.s.u. ἀνήκεστον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1de enfermedades no curable, incurable ὅσα δὲ πῦρ οὐκ ἰῆται, ταῦτα χρὴ νομίζειν ἀνίατα cuantas (enfermedades) no cura el fuego, a ésas es preciso considerarlas incurables Hp.l.c., νόσος Ph.2.301, de heridas ἕλκος Pl.Lg.877a, τραῦμα Pl.Lg.878c, de la picadura de una serpiente, Arist.HA 607a23, LXX De.32.33
de males en gener. πενία X.Ep.4, ἀνελευθερία Arist.EN 1121b13, ἀπώλεια LXX Pr.6.15, ἁμαρτία Herm.Mand.5.2.4, cf. Gorg.B 11a.34
irremediable πᾶρος Alc.10.4, πράγματα Pl.Lg.660c, cf. D.25.95, κακά Aeschin.3.156, τὰ ἀ. τῶν ἁμαρτημάτων Ph.1.633
implacable ἡμέρα κυρίου ἀνίατος ἔρχεται LXX Is.13.9, cf. 14.6
no curado τὸ ἐξάρθρημα ... ἀνίατον Gal.10.220
subst. τὸ ἀ. carácter incurable τοῦ πράγματος Apollon.Cit.3.26.
2 de pers. incurable, incorregible Pl.R.410a, κατὰ μοχθηρίαν Arist.EN 1165b18, cf. Pl.Grg.526b.
II sent. act. ἀ. μετάνοια arrepentimiento inútil Antipho 2.4.12.
III adv.
1 neutr. plu. como adv. sin curación, sin remedio ἀνίατα μετ' ὀδύνης καρδίας ὑμῶν ἀπορουμένης LXX Ie.8.18.
2 -ως, ἀ. ἔχειν ser incurable, incorregible Pl.Phd.113e, cf. D.18.324, οἱ ἀ. κακοί Arist.EN 1137a29.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνίατος, -ον) ιατός
αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων»)
αρχ.
1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωσηἀνίατος διὰ μοχθηρίαν»
Αριστοτέλης)
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί να θεραπεύσει, ο ανώφελος, ο μάταιοςανίατος μετάνοια»
Αντιφών).

Greek Monotonic

ἀνίᾱτος: [ῖ] Ιων. -ίητος, -ον (ἀν- στερητικό και ἰατός),
1. αθεράπευτος, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αδιόρθωτος, στον ίδ.· ἀνιάτως ἔχειν, είναι ανίατο, αθεράπευτο, αγιάτρευτο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνίᾱτος: (ῑ)
1) неизлечимый (ἕλκος Plat.; νόσημα, ἔρως Plut.);
2) неисправимый (πολίτης Plat.; κακοί Arst.);
3) непоправимый (πράγματα Plat.; κακά Aeschin.);
4) смертельный (φάρμακον Plut.).

Middle Liddell

privat.,., ἰατός
1. incurable, Plat., etc.
2. of persons, incorrigible, Plat.; ἀνιάτως ἔχειν to be incurable, Plat.

English (Woodhouse)

incurable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)