σκιόεις

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐόεις Medium diacritics: σκιόεις Low diacritics: σκιόεις Capitals: ΣΚΙΟΕΙΣ
Transliteration A: skióeis Transliteration B: skioeis Transliteration C: skioeis Beta Code: skio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν (neut. σκιόειν metri gr., A.R.2.404):—A shady, shadowy, οὔρεα, ὄρεα σ., shady, i.e. thickly wooded, mountains, Il.1.157, Od.7.268, Pi.P.9.34; μέγαρα σ. dark chambers, Od.1.365, 4.768; ὄρθρον ὑπὸ σκιόεντα the morning twilight, Tryph.236. 2 Act., νέφεα σ. overshadowing clouds, Il.5.525, Od.8.374, etc. II unsubstantial, of a reflection in a mirror, and of the shadow on a sun-dial, τύπος AP6.20 (Jul.), 9.807; κέρδος ὀνείρου ib.11.366 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 899] εσσα, εν, schattig, schattcnreich; οὔρεα, Il. 1, 157, schattige, d. i. mit Wald dicht bewachsene Gebirge, wie Pind. P. 9, 34, μέγαρα, schattige, große u. tiefe Gemächer, Od. 1, 365; auch νέφεα, Schatten machende, verdunkelnde Wollen, Il. 5, 525. 12, 157 Od. 8, 374 u. öfter. Ein neutr. σκιόειν hat Ap. Rh. 2, 404.

Greek (Liddell-Scott)

σκιόεις: εσσα, εν (οὐδέτ. σκιόειν χάριν τοῦ μέτρου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 404)· ― ὡς τὸ σκιερός, σύσκιος, ἔχων σκιὰν πολλήν, οὔρεα, ὄρεα σκ., σύσκια, κατάσκια, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 236. 2) ἐνεργ., νέφεα σκ., σύννεφα ἐπισκιάζοντα, Ἰλ. Ε. 525, Ὀδ. Θ. 374, κτλ. ΙΙ. οὐχὶ πραγματικός, ἐπὶ ἀντανακλάσεως ἐν κατόπτρῳ, τύπος Ἀνθ. Π. 6. 20., 9. 807· κέρδος ὀνείρου αὐτόθι 11. 366. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σκιερόν. μέλαν. βαθύ».

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
I. qui donne de l'ombre;
II. 1 sombre, obscur;
2 couvert d'ombrages, ombreux.
Étymologie: σκιά.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: affording shade, shady; μέγαρα, shadowy halls, an epithet appropriate to a large apartment illuminated by flickering fire-lights.

English (Slater)

σκῐόεις (cf. σκιάεις.) shadowy “ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων” (P. 9.34)

Greek Monolingual

και σκιάεις, -εσσα, -εν, και τ. ουδ. σκιόειν, Α
1. σκιερός
2. σκοτεινός («μνηστῆρες δ' ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
3. αυτός που ρίχνει σκιά πάνω σε κάτι, που καλύπτει κάτι με σκιά («τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα», Ομ. Οδ.)
4. (για ανάκλαση σε κάτοπτρο) μη πραγματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. -όεις. Το ουδ. σκιόειν οφείλεται σε μετρικές ανάγκες].

Greek Monotonic

σκιόεις: -εσσα, -εν (σκιά),
I. 1. σκιερός, σκιώδης· οὔρεα σκιόεντα, δηλ. πυκνόφυτα, σε Όμηρ.· σκιόεντα μέγαρα, σκιερά δωμάτια, σε Ομήρ. Οδ.
2. Ενεργ., νέφεα σκιόεντα, σύννεφα που ρίχνουν τη σκιά τους, σε Όμηρ.
II. σκοτεινός, φασματικός, ανυπόστατος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σκιόεις: όεσσα, όεν
1) покрывающий тенью, наводящий тень (νέφεα Hom.);
2) тенистый, покрытый тенью (οὔρεα Hom.);
3) темный (μέγαρα Hom.);
4) теневой: σ. τόπος Anth. теневое изображение, силуэт.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιόεις -όεσσα -όεν [σκιά] schaduwrijk, schaduw biedend:. οὔρεα bergen Il.   1.157; νέφεα wolken Il.   5.525.

Middle Liddell

σκιόεις, εσσα, εν σκιά
I. shady, shadowy, οὔρεα σκιόεντα i. e. thickly wooded, Hom.; σκ. μέγαρα dark chambers, Od.
2. act., νέφεα σκ. overshadowing clouds, Hom.
II. shadowy, unsubstantial, Anth.