νιφάς

From LSJ
Revision as of 08:28, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφάς Medium diacritics: νιφάς Low diacritics: νιφάς Capitals: ΝΙΦΑΣ
Transliteration A: niphás Transliteration B: niphas Transliteration C: nifas Beta Code: nifa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A snowflake, Hom. (only in Il.), mostly in plural, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Il. 12.278; βρέχε… χρυσέαις νιφάδεσσι, a legendary statement of the wealth of Rhodes, Pi.O.7.34; ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Il. 3.222, cf. Luc.Dem.Enc.5: sg. in collect. sense, snowstorm, νιφὰς ἠὲ χάλαζα Il.15.170; [πάγος] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι was wrapt as in deep snow, Pi.O.10(11).51. 2 generally, shower, πετρῶν A.Fr.199.7, cf. Th.212 (lyr.), E.Andr.1129; τραχεῖα ν. πολέμοιο storm or sleet of war, Pi.I.4(3).17; ὀμβρία ν., of rain, Lyc.876; πληγῶν νιφάδες Lib.Ep.112.6. II as fem. Adj., = νιφόεσσα, πέτρα S.OC1060 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νῐφάς: -άδος, ἡ, (νίφω) χιὼν πίπτουσα εἰς μεγάλα τεμάχια, κοινῶς «τουλούπας», Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια χιόνος, ὥστε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ ἤματι χειμερίῳ Ἰλ. Μ. 278· οὔρεα... νιφάσι συνηρεφέα, κεκαλυμμένα ὑπὸ χιόνος, Ἡρόδ. 7. 111· βρέχε... χρυσέαις νιφάδεσσι, πιθ. μυθώδης παράστασις τοῦ πλούτου τῆς Ρόδου, Πινδ. Ο. 7. 64, πρβλ. Ι. 7 (6). 5· ὡς παρομοίωσις καταπειστικῆς εὐγλωττίας, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 5· ― τὸ ἑνικ. ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, νιφετός, «χιονιά», νιφὰς ἠὲ χάλαζα Ἰλ. Ο. 170· νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι, ἀνώνυμος καὶ ἀκλεὴς ἐκαλύπτετο ὑπὸ πολλῶν χιόνων, περὶ τοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ πάγου τοῦ Κρόνου, δηλ. τοῦ Κρονίου λόφου, Πινδ. Ο. 10 (11), 62. 2) μεταφορ., πετρῶν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 197, πρβλ. Θήβ. 213, Εὐρ. Ἀνδρ. 1129· ν. πολέμου, ἡ πολεμικὴ καταιγίς, Πινδ. Ι. 4. 26 (3. 35)· ὀμβρίαν ν., ἐπὶ τῆς βροχῆς, Λυκόφρ. 876· ― πρβλ. ὄμβριος, χάλαζα, χειμών. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ. = νιφόεσσα, πέτρας νιφάδος Σοφ. Ο. Κ. 1060.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
1 subst. neige ; αἱ νιφάδες flocons de neige;
2 adj. f. neigeuse.
Étymologie: νίφω.

English (Autenrieth)

άδος (σν.): snow-flake, snow, mostly pl.; w. χιόνος, Il. 12.278. (Il.)

English (Slater)

νῐφᾰς (ἡ) snow storm βρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν (O. 7.34) βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (sc. πάγος Κρόνου) (O. 10.51) met., τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (cf. νέφος) (I. 4.17)

Greek Monolingual

νιφάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. νιφάδα.

Greek Monotonic

νῐφάς: -άδος, ἡ (νίφω
I. 1. νιφάδα χιονιού· στον πληθ., νιφάδες, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· παροιμ. για την ευφράδεια ως μέσο πειθούς, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ενικ. με περιληπτική σημασία, χιονιάς, χιόνια, στο ίδ., σε Πίνδ.
2. μεταφ., νιφὰς πετρῶν, βροχή από πέτρες, σε Αισχύλ., Ευρ.· νιφὰς πολέμου, πολεμική καταιγίδα, σε Πίνδ.
II. ως θηλ. επίθ., = νιφόεσσα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νῐφάς: άδος (ᾰδ) ἡ νίφω
1) тж. pl. снег (οὔρεα νιφάσι συνηρεφέα Her.);
2) снежинка, pl. снежные хлопья (νιφάδες χιόνος Hom.);
3) перен. град или ливень (πετρῶν Aesch.);
4) буря, шквал (πολέμου Pind.).
άδος adj. f покрытая снегом, оснеженная (πέτραι Soph.).

Middle Liddell

νῐφάς, άδος, νίφω
I. a snowflake, in plural snowflakes, Il., Hdt.; as a simile for persuasive eloquence, ἔπεα νιφάδεσσι ἐοικότα χειμερίῃσιν Il.:—the sg. in collective sense, a snowstorm, snow, Il., Pind.
2. generally, a shower of stones, Aesch., Eur.; ν. πολέμου the sleet of war, Pind.
II. as fem. adj., = νιφόεσσα, Soph.

English (Woodhouse)

a flight of, flake of snow, shower of weapons, storm of weapons

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)