παραπομπός

From LSJ
Revision as of 08:20, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπομπός Medium diacritics: παραπομπός Low diacritics: παραπομπός Capitals: ΠΑΡΑΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: parapompós Transliteration B: parapompos Transliteration C: parapompos Beta Code: parapompo/s

English (LSJ)

όν, = παραπόμπιμος (attending, escorting), π. νῆες ships A attending as convoy, Plb.1.52.5, cf. 15.2.6. 2 purveyor, POxy.1844.1 (vi A.D.). II (proparox.) = παράνυμφος, Hsch. s.v. πάροχοι.

German (Pape)

[Seite 495] begleitend, geleitend, zum Schutz, ναῦς, Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπός: -όν, ὁ συνοδεύων, ἡ παρ. ναῦς, πλοῖον πολεμικὸν συνοδεῦον ἐμπορικὸν πρὸς ἀσφάλειαν, Πολύβ. 1. 52, 5, πρβλ. 15. 2, 6· - ὡσαύτως = παράνυμφος, Ἡσύχ. ἐν λ. πάροχοι.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert d'escorte, qui escorte;
2 qui transporte.
Étymologie: παραπέμπω.

Greek Monolingual

-ό / παραπομπός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που συνοδεύει κάποιον, ιδίως για φρούρηση, για φύλαξη (α. «παραπομπό πλοίο» — πολεμικό πλοίο που συνοδεύει εμπορικά πλοία, για προστασία τους σε καιρό πολέμου
β. «παραπομπούς... ναῡς», Πολ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.παραπομπός
ο προμηθευτής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.παραπομπός
η συνοδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πομπός (< πέμπω), πρβλ. προπομπός.

Greek Monotonic

παραπομπός: -όν (παραπέμπω), αυτός που συμμετέχει στην αποστολή κάποιου πράγματος με συνοδεία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παραπομπός: служащий для перевозки или для сопровождения, конвойный (ναῦς Polyb.).

Middle Liddell

παραπομπός, όν παραπέμπω
escorting, Polyb.