γυιοβαρής
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ές, weighing down the limbs, παλαίσματα, κάματος, A. Ag.63 (lyr.), AP10.12.
Spanish (DGE)
(γυιοβᾰρής) -ές
que hace pesados los miembros πολλὰ παλαίσματα A.A.63, κάματος AP 10.12, Διόνυσος Tz.PH 718.
German (Pape)
[Seite 508] ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).
Greek (Liddell-Scott)
γυιοβᾰρής: -ές, ὁ τὰ μέλη καταβαρύνων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Ἀνθ. Π. 10. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui alourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, βάρος.
Greek Monolingual
γυιοβαρής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)].
Greek Monotonic
γυιοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που βαραίνει τα μέλη, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιοβαρής -ές [γυῖον, βάρος] die de ledematen zwaar maakt.
Russian (Dvoretsky)
γυιοβᾰρής: отягощающий члены, т. е. утомительный, изнурительный (παλαίσματα Aesch.; κάματος Anth.).