ἀνασειράζω

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασειράζω Medium diacritics: ἀνασειράζω Low diacritics: ανασειράζω Capitals: ΑΝΑΣΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: anaseirázō Transliteration B: anaseirazō Transliteration C: anaseirazo Beta Code: a)naseira/zw

English (LSJ)

A draw back with a hawser, A.R.1.391: metaph., hold in check, φλόγα v.l. in Ar.Fr.561; τὴν ὄρεξιν AP9.687. 2 draw off the right road, E.Hipp.237; draw away, c. gen., τινὰ χάρμης Nonn. D.39.355.

Spanish (DGE)

I 1tirar hacia atrás con maromas ἀνασεφάζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν en la botadura de una nave, A.R.1.391.
2 fig. frenar, dominar φλόγα Ar.Fr.561, ὄρεξιν AP 9.687, οὐ ... πυλαωρὸς ἰδὼν ἀνεσείρασε Βάκχην Nonn.D.44.24, μετήλυδα λαόν Nonn.Par.Eu.Io.6.67.
II fig. descarriar, sacar del buen camino ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει E.Hipp.237
c. ac. y gen. ἀλλά ἑ ... οὐτήσας ... ἀνεσείρασε χάρμης Nonn.D.39.355.

German (Pape)

[Seite 207] mit dem Seil zurückziehen, Ep. ad. 362 (IX, 687); ἰωήν Paul. Sil. 39 (V, 241); vom rechten Wege abbringen, Eur. Hipp. 238; φλόγα ἀνασ. Ar. bei Poll. 10, 119, von B. A. 392 ἀνατρέπειν, ἀνθέλκειν erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασειράζω: ἕλκω πρὸς τὰ ὀπίσω διὰ τῆς σειρᾶς, ἤτοι τῆς ἁλύσεως, ἂψ ἀνασειράζοντες ἔχον προτέρωσε κιοῦσαν Ἀπολ. Ρόδ. Α. 391: μεταφ., περιορίζω, φλόγα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 470· τὴν ὄρεξιν Ἀνθ. Π. 9. 687: - ῥημ. ἐπίθ. ἀνασειραστέον, Βυζ. 2) ἀπάγω ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει καὶ παρακόπτει φρένας Εὐρ. Ἱππ. 237, ἔνθα ἴδε Βαλκ.

French (Bailly abrégé)

secouer la bride (pour dompter le cheval).
Étymologie: ἀνά, σειράζω.

Greek Monolingual

ἀνασειράζω (AM)
συγκρατώ, θέτω υπό έλεγχο, περιορίζω
αρχ.
1. απομακρύνω, απομακρύνω από το ορθό
2. τραβώ προς τα πίσω με τη σειράδα (μικρό σχοινί).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + αρχ. σειρά «σχοινί»].

Greek Monotonic

ἀνασειράζω: μέλ. -σω (σειρά),
I. τραβώ προς τα πίσω με την αλυσίδα, περιορίζω, σε Ανθ.
II. απομακρύνω από το δρόμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασειράζω: досл. оттягивать поводом, перен.:
1) сбивать с пути (ἀ. τινὰ καὶ παρακόπτειν φρένας Eur.);
2) сдерживать, подавлять (ὄρεξιν, ἰωήν Anth.).

Middle Liddell

σειρά
I. to draw back with a rein, to hold in check, Anth.
II. to draw aside from the road, Eur.