εὔθρυπτος

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθρυπτος Medium diacritics: εὔθρυπτος Low diacritics: εύθρυπτος Capitals: ΕΥΘΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: eúthryptos Transliteration B: euthryptos Transliteration C: eythryptos Beta Code: eu)/qruptos

English (LSJ)

ον, (θρύπτω) A easily broken, αὐχήν Arist.PA694b29; easily dispersed, ἀήρ Id.de An.420a8, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73; of earth, crumbling, Str.12.8.17, Plu.Sert.17; of the fleshy parts of fish, Id.2.916b. II metaph., enervated, Gal.1.186, Sor.1.25.

German (Pape)

[Seite 1070] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à amollir, à rompre ; en parl. de viande facile à digérer.
Étymologie: εὖ, θρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθρυπτος: -ον, (θρύπτω) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, εὔπεπτος, ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθρυπτος, -ον)
αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.)
2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα
αρχ.
1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ.)
2. (για κρέας ή ψάρι) ο εύπεπτος
3. μτφ. ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, σπάζω»)].

Greek Monotonic

εὔθρυπτος: -ον (θρύπτω), εύθραστος, εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔθρυπτος:
1) легко ломающийся, ломкий (αὐχήν Arst.);
2) податливый, рыхлый (ἀήρ Arst.; γῆ Plut.);
3) легко переваривающийся или разжевываемый (τὸ σαρκῶδες Plut.).

Middle Liddell

εὔ-θρυπτος, ον θρύπτω
easily broken, crumbling, Plut.