δενδρήεις

From LSJ
Revision as of 19:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρήεις Medium diacritics: δενδρήεις Low diacritics: δενδρήεις Capitals: ΔΕΝΔΡΗΕΙΣ
Transliteration A: dendrḗeis Transliteration B: dendrēeis Transliteration C: dendrieis Beta Code: dendrh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a. 2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236. II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
• Alolema(s): δενδράεις Bio Fr.13.1
1 arbolado, boscoso νῆσος Od.1.51, cf. D.Chr.32.38, Iul.Mis.352a, ἄλσος Od.9.200, h.Ap.76, Bio l.c., Nonn.D.14.211, ἀλωαί Theoc.25.30, δ. Γεραιστός del cabo Geresto, al sur de Eubea, A.R.3.1244, AP 9.668 (Marian.), οὔρεα SEG 32.793.8 (Italia II/III d.C.), ἄγχεα Orph.A.433, de una ciu., Nonn.D.26.296.
2 relativo a los árboles πόθος Opp.H.4.270.
3 arbóreo, parecido a un arbol o planta γράμματα δενδρήεντα ... ὑακίνθων letras parecidas a un árbol que se ven en los jacintos (probablemente que recuerdan la Y), Nonn.D.3.154, ἀχάτης δ. ágata arbórea Orph.L.236, v. δενδραχάτης.

German (Pape)

[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
rempli d'arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: full of trees, woody.

Greek Monolingual

δενδρήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος δένδρα, πολύδενδροςνῆσος δενδρήεσσα», Οδ.)
2. ο σχετικός με δένδρο ή δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρεον αναλογικά προς τα επίθετα σε -ήεις (πρβλ. φωνήεις)].

Greek Monotonic

δενδρήεις: -εσσα, -εν (δένδρον), δενδρώδης, δασώδης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δενδρήεις: ήεσσα, ῆεν
1) покрытый лесами, лесистый (νῆσος Hom.);
2) густой (ἄλσος Hom., HH; ἀλωαί Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδρήεις -εσσα -εν [δένδρεον] rijk aan bomen.

Middle Liddell

δένδρον
woody, Od.