νηλίπους
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, unshod, barefooted, ἄσιτος ν. τ' ἀλωμένη S.OC349 codd., cf. Max. Tyr. 30.6: νήλῐπος, ον, A.R.3.646, Lyc.635, prob. l. for νήλυπος in Lyd. Mag.1.42; cf. ἀνήλιπος. (Deriv. by Sch.Theoc.4.56 from νη-, ἦλιψ = without shoe.)
French (Bailly abrégé)
ίποδος (ὁ, ἡ)
1 qui va nu-pieds;
2 p. ext. pauvre, misérable.
Étymologie: DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et ἦλιψ, nom d'une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs.
Greek (Liddell-Scott)
νηλίπους: ὁ, ἡ, ἀνυπόδυτος, γυμνόπους, ἄσιτος ν. τ’ ἀλωμένη Σοφ. Ο. Κ. 349· ν. βίος Λυκόφρ. 635· ὡσαύτως νήλιπος, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 646, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 42· πρβλ. ἀνήλιπος. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ νη-, ἦλιψ, ἄνευ ὑποδήματος· ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία μήπως τὸ -ποὺς ἢ -πος εἶναι ἁπλῶς καταλήξεις, πρβλ. Οἰδίπους, Οἴδιπος).
Greek Monolingual
νηλίπους, ὁ και ἡ (Α)
ξυπόλυτος, ανυπόδητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο νηλιπόπους (< νήλιπος + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος με επίδραση της λ. πούς.
Greek Monotonic
νηλίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που δεν φοράει παπούτσια, ξυπόλυτος, σε Σοφ. (προέλευση από το νη-, ἦλιψ, χωρίς παπούτσια).
Russian (Dvoretsky)
νηλίπους: ποδος (ῐ) [νη- I + ἦλιψ дор. «обувь» + πούς, ср. ἀνήλιπος adj. необутый, босоногий Soph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: without foot-cloth, barfooted; cf. H.: νηλίπεζοι η νήλιποι ἀνυπόδετοι H.
Other forms: -ποδος (S.OK 349), νήλιπος, -ον (A. R. 3, 646, Lyc. 635, Theoc. 4, 56, where v.l. ἀνήλιπος [-άλ-])
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: After sch. Theoc. 4, 56 from a further unknown and unexplained ἦλιψ, name of a Dorian shoe and privative ν(η)-. The oldest form νηλίπους can with syllable-dissimilation stand for *νηλιπο-πους (cf. Schwyzer 263) or be a reformation after ποῦς.
Middle Liddell
νηλίπους,
unshod, barefooted, Soph. [Commonly deriv. from νη-, ἦλιψ without shoe.]
Frisk Etymology German
νηλίπους: -ποδος (S.OK 349),
{nēlípous}
Forms: νήλιπος, -ον (A. R. 3, 646, Lyk. 635, Theok. 4, 56, wo v.l. ἀνήλιπος [-άλ-])
Meaning: ohne Fußbekleidung, barfuß; vgl. H.: νηλίπεζοι ἢ νήλιποι· ἀνυπόδετοι H.
Etymology: Nach Sch. Theok. 4, 56 von einem sonst unbekannten und unerklärten ἦλιψ Ben. eines dorischen Schuhes und privativem ν(η)-. Die am frühsten belegte Form νηλίπους kann mit Silbendissimilation für *νηλιποπους stehen (vgl. Schwyzer 263) oder eine Umbildung nach ποῦς sein.
Page 2,315
English (Woodhouse)
barefoot, barefooted, with bare feet, without shoe, without shoes