πειρατήριον

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρᾱτήριον Medium diacritics: πειρατήριον Low diacritics: πειρατήριον Capitals: ΠΕΙΡΑΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: peiratḗrion Transliteration B: peiratērion Transliteration C: peiratirion Beta Code: peirath/rion

English (LSJ)

Ion. πειρητ-, τό, A = πεῖρα, φόνια πειρατήρια the trial for murder, E.IT967, cf. LXX Jb.7.1; test, Hp. Mul.1.78, Nat. Mul.96, Hld.10.22; temptation, PLond.ined. 2491.8 (iv A. D.). II pirate's nest, Str. 14.5.7, Hld.5.6 (pl.). 2 gang of brigands or pirates, LXXGe.49.19, D.H.7.37, Ach. Tat.6.21.

German (Pape)

[Seite 545] τό, 1) Aufenthalt der Seeräuber, Plut. Pomp. 21 auch Seeräuberschaaren. – 2) der Versuch, die Unternehmung, wie πεῖρα; φόνια, Eur. I. T. 967, blutiges Prüfungsmittel, Folter, Blutgericht; Probe, Heliod. u. a. Sp.; Versuchung zum Bösen, K. S.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 (πειράω) preuve;
2 (πειρατής) repaire de pirates.
Étymologie: πειράω.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτήριον: Ἰων. πειρητ-, τό, =πεῖρα, Ἱππ. 677. 30· φόνια πειρατήρια, δοκιμασία ἐπὶ φόνῳ, νικῶν δ’ ἀπῆρα φόνια πειρατήρια, δηλ. ἐνίκησα δίκην φόνου, Εὐρ. Ι. Τ. 967· - κριτήριον, γνώρισμα, Ἡλιόδ. 10. 22. ΙΙ. ὁρμητήριον πειρατῶν, Στράβ. 671. Πλουτ. Πομπ. 21. 2)συμμορία πειρατική, Διον. Ἁλ. 7. 37, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 21.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α
μσν.
βασανισμός, βασανιστήριο
αρχ.
1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής
2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή
3. πειρασμός, παραπλάνηση
4. ορμητήριο πειρατών
5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πειρατήριος].

Greek Monotonic

πειρᾱτήριον: Ιων. πειρητ-, τό,
I. = πεῖρα, φόνια πειρατήρια, φονική δοκιμασία, σε Ευρ.
II. ορμητήριο πειρατή, σε Στράβ., Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειρᾱτήριον -ου, τό [πειράω] proces:. φόνια πειρατήρια moordproces Eur. IT 967. zeeroversbende.

Russian (Dvoretsky)

πειρᾱτήριον:
I τό πειράω проба, испытание, юр. разбор: φόνια πειρατήρια Eur. разбор дела об убийстве.
II τό πειρατής стоянка пиратов Plut.

Middle Liddell

= πεῖρα
I. φόνια πειρατήρια the murderous ordeal, Eur.
II. a pirate's nest, Strab., Plut. [from πειρᾱτής]