τραγόπους
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, goat-footed, Simon.133, AP6.315 (Nicod.).
German (Pape)
[Seite 1133] οδος, bocksfüßig, Ep. ad. 315 (Plan. 262).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, πούς.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας τράγου, Σιμωνίδ. 134, Ἀνθ. Π. 6. 315· τὸν τραγόπουν καὶ τὸν σεμνὸν Πᾶνα Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 81C.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
(λόγιος τ.) τραγοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].
Greek Monotonic
τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγόπους: 2, gen. ποδος козлоногий (Πάν Anth.).
Middle Liddell
τρᾰγό-πους,
goat-footed, Anth.