ἀμφίβιος

From LSJ
Revision as of 11:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβιος Medium diacritics: ἀμφίβιος Low diacritics: αμφίβιος Capitals: ΑΜΦΙΒΙΟΣ
Transliteration A: amphíbios Transliteration B: amphibios Transliteration C: amfivios Beta Code: a)mfi/bios

English (LSJ)

ον, A living a double life, esp. amphibious, νομή, of frogs, Batr.59; ἀ. στόμα Pl.Epigr.2, cf. Ax.368b; θήρ Man.4.23; of plants, Thphr.HP1.4.3; ἀμφίβιον, τό, = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (Fr.171.12) to have been first used by Democr. 2 metaph., of the soul, denizen of two worlds, Plot.4.8.4; of man, Hierocl.in CA23p.468M.; ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον Dam.Pr.81, cf. 85; φύσις ἀ. ib.399, cf. 400; of the moon, ἄστρον ἀ. πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν Max.Tyr.40.4; of Tiresias (who lived both as man and as woman), Luc.Astr.11.

Spanish (DGE)

-ον
I que tiene dos géneros de vida una acuática y otra terrestre, anfibio de las ranas y otros animales ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι Batr.59, κορδύλος Arist.Fr.320, cf. Thphr.Fr.171.12, Ph.1.220, θήρ Man.4.23, cf. Plu.2.636e
de ciertas aves, porque comen lo producido por la tierra y el agua, Varro RR 3.10.1, Colum.8.13.1
del ser humano ἀμφίβιοι γὰρ τρόπον τινά ἐσμεν Str.1.1.16
de ciertas plantas, Thphr.HP 1.4.3
subst. τὸ ἀ. el áloe Ps.Dsc.3.22.
II fig.
1 que tiene dos vidas de la luna, una diurna y otra nocturna, Max.Tyr.40.4
de Tiresias, hombre y mujer, Luc.Astr.11.
2 que participa de lo humano y de lo divino del alma, Plot.4.8.4, del hombre, Hierocl.in CA 23.2, φύσις Dam.Pr.399.
III adv. -ως a modo de anfibio Dion.Ar.M.3.696C.

German (Pape)

[Seite 136] doppellebig, auf dem Lande und im Wasser lebend, νόμος, doppelte Lebensweise, Batr. 59; nach Theophr. frg. 12, 12 zuerst von Demokrit gebraucht; Plat. Ax. 368 b; στόμα, des Frosches, Plat. 8 (VI, 43); τό, Amphibie, Plut. Symp. 2, 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit dans deux éléments (sur terre et dans l'eau), amphibie.
Étymologie: ἀμφί, βίος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβιος: -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· οὕτως, ἀμφ. στόμα Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμφίβιος, -ον)
(για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. αυτός που μπορεί να ζει και στη στεριά και στο νερό
νεοελλ.
1. λέγεται επεκτατικά για τα οχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τις ανάγκες και στο νερό και στη στεριά
2. (το ουδέτερο πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αμφίβια
αρχ.
λέγεται μτφ.: α) για την ψυχή ως κάτοικο δύο κόσμων β) για τον Τειρεσία που έζησε και ως άντρας και ως γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βίος.

Greek Monotonic

ἀμφίβιος: -ον, αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. και στη στεριά και στη θάλασσα (νερό), αμφίβιος, σε Βατραχομ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβιος: ведущий двойной образ жизни, т. е. земноводный (νομή Batr.; ζῷον Plat.; στόμα βατράχου Anth.).

Middle Liddell


living a double life, i. e. both on land and in water, amphibious, Batr., Anth.