ἀνάεδνος
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ἡ, without bride-price, Il.9.146, 13.366; also of the husband, bringing no gifts, Nonn.D.4.43, 48.633. (Prob. misspelt for ἀν-έϝεδνος.)
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Morfología: [sólo en ac. -ον]
sin dote, sin que se pague dote por ella, Il.9.146, 13.366, Hes.Fr.26.23, A.R.2.1149, Nonn.D.4.43, Hsch.
German (Pape)
[Seite 187] (vgl. Lob. ad Phryn. 728), Hom. dreimal, von einer Braut, welche der Bräutigam erhält, ohne für sie Brautgeschenke, ἕδνα, zu geben; Iliad. 9, 146. 288 τάων ἥν κ' ἐθέλῃσι (ἐθέλῃσθα), φίλην ἀνάεδνον ἀγέσθω (ἄγεσθαι) πρὸς οἶκον Πηλῆος; 13, 366 ᾕτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Κασσάνδρην ἀνάεδνον, ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον, ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν. An dieser Stelle haben Einige verstanden, Kassandra solle von ihren Aeltern keine Mitgift (ἐπιμείλια) erhalten; aber s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle: ἡ διπλῆ, ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστευόμενοι· διὸ οὗτος ὑποσχόμενος ἐξελάσαι τοὺς Ἕλληνας ἀνάεδνον αἰτεῖ την Κασσάνδραν; vgl. Scholl. Aristonic. 9, 146 u. Lehrs Aristarch. p. 198.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans présent de noce (du fiancé).
Étymologie: ἀνά, ἕδνον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάεδνος: ἡ, ἄνευ δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, ἄνευ νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 (ἔνθα ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει ἀνέκθλιπτος πρὸ τοῦ ε ἕνεκα τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. ἀνάελπτος: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, ἐπειδὴ ἔεδνα εἶναι ὁ κοινότερος τύπος παρ’ Ὁμ.).
English (Autenrieth)
(ϝέδνα, see ἀν-, 2): without bridal gifts. Cf. ἕδνα. (Il.)
Greek Monolingual
ἀνάεδνος, η (Α)
(για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα- στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέεδνος < ἀν-έF-εδνος < ἀν- στερ. + ἔεδνα «προίκα», αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνα- γ) ἀνάεδνος < ἀ-προθεμ. + ἄεδνος (Ι) < ἀ- στερ. + ἕδνα «προίκα» (πρβλ. ἀνάελπτος)].
Greek Monotonic
ἀνάεδνος: ἡ (ἔδνα), αυτός που δεν έχει γαμήλια δώρα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάεδνος: v.l. ἀνέεδνος adj. f выдаваемая замуж без выкупа, т. е. без подарков со стороны жениха (θυγάτηρ Hom.).
v.l. ἀνέεδνος adj. f выдаваемая замуж без выкупа, т. е. без подарков со стороны жениха (θυγάτηρ Hom.).
Middle Liddell
[ἔδνα]
without bridal gifts, Il.