ἡμέριος

From LSJ
Revision as of 17:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέριος Medium diacritics: ἡμέριος Low diacritics: ημέριος Capitals: ΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: hēmérios Transliteration B: hēmerios Transliteration C: imerios Beta Code: h(me/rios

English (LSJ)

Dor. ἁμ-, ον, used by Trag. in lyr., A lasting but a day, γέννα, αἷμα, E.Ph.130, 1512; οὔτε θεῶν γένος οὔθ' ἁμερίων . . ἀνθρώπων S.Aj.398, cf. Ant.789; κάματος Hymn.Is.87: abs., ἡμέριοι mortals, Orac. ap. D.S.7.12, Opp.H.2.669, AP7.372 (Loll. Bass.); ἡ. μισθός PMasp.164.6 (vi A.D.). II daily, κύκλος Ph.1.92 (nisi leg. ἡμερ<ής>ιος).—Poet. Adj., for in X.Oec.21.3 ἡμερινός should be read.

German (Pape)

[Seite 1165] ον, p. = ἡμερήσιος, vgl. Lob. Phryn. 53; ἁμέριοι ἄνθρωποι Soph. Ai. 392 Ant. 784, die Tagesmenschen, d. i. die kurze Zeit Lebenden, wie ἁμερίῳ γέννᾳ Eur. Phoen. 130; sp. D., wie Man. 1, 338, die auch ἡμέριοι geradezu für "Menschen" brauchen, ψεῦσται δαίμονες ἁμερίων Loll. Bass. 11 (VII, 372); Maneth. 2, 7. – Bei Soph. Ai. 207, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἁμερίας νὺξ ἥδε βάρος, wird gew. ἡμερία = ἡμέρα erkl., es ist aber adj., wozu man κατάστασις mit dem Schol. ergänzen kann, vgl. Lob. zu der Stelle u. Man. 3, 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἡμερήσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέριος: Δωρ. ἀμ-, ον, διὰ μίαν ἡμέραν, διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν μόνον, γέννα, αἷμα Εὐρ. Φοιν. 130, 1512· οὔτε θεῶν γένος οὔθ’ ἁμερίων … ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 398, πρβλ. Ἀντ. 789· - ἀπολ., ἡμέριοι, θνητοί, Ὀππ. Ἁλ. 2. 669, Ἀνθ. Π. 3. 372 κ. ἀλλ.· ἀντίθ. φθίμενοι, Ἀνθ. Π. 8. 107. ΙΙ. καθ’ ἡμέραν, καθημερινός, κύκλος Φίλων 1. 92. - Ποιητ. ἐπίθ., διότι ἐν Ξεν. Οἰκ. 21, 3, ἀναγνωστέον ἡμερινός, Λοβ. Φρύν. 53.

Greek Monolingual

ἡμέριος, -ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, -ον) ημέρα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον
καθημερινά
αρχ.
1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.)
2. ημερήσιος, καθημερινός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι
οι θνητοί.

Greek Monotonic

ἡμέριος: Δωρ. ἁμ-, -ον (ἡμέρα), αυτός που διαρκεί μόνο για μία ημέρα, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμέριος: дор. ἁμέριος 3 (ᾱ)
1) однодневный, живущий не долее дня, т. е. недолговечный (ἄνθρωποι Soph.; γέννα, αἷμα Eur.): οἱ ἡμέριοι Anth. смертные, человеческий род;
2) совершающийся днем, дневной (πλοῦς Xen. - v.l. ἡμερινός).

Middle Liddell

ἡμέρα
for a day, lasting but a day, Soph., Eur.