ὀριγνάομαι

From LSJ
Revision as of 17:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀριγνάομαι Medium diacritics: ὀριγνάομαι Low diacritics: οριγνάομαι Capitals: ΟΡΙΓΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: orignáomai Transliteration B: orignaomai Transliteration C: orignaomai Beta Code: o)rigna/omai

English (LSJ)

fut. A -ήσομαι D.C.41.53 : aor. ὠριγνήθην Antipho Soph. 21, Isoc.Ep.6.9 :—stretch oneself, like ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.Sc.190. 2 c. gen., stretch oneself after a thing, aim at, grasp at, ὅτε . . θηρῶν ὀριγνῷτο E.Ba.1255; ποίας δόξης Isoc. l. c.; τελαμῶνος Theoc.24.44; κερδέων Herod.7.37; χορείας Pl.Ax.366a; τοῦ πλείονος Socr.Ep.29, D.C.l.c.; aim at, strive, c. inf., κενῶσαι τελέως Gal. 11.363; νικῆσαι Id.10.5. 3 reach, win, Δήμητρος εὐνῆς D.H.1.61 (v.l. εὐνήν).

German (Pape)

[Seite 377] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v.l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
s'allonger :
1 abs.
2 avec un rég. s'allonger pour saisir ; avec acc. : se saisir de, obtenir.
Étymologie: ὀρέγομαι, ὀρέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀριγνάομαι: μέλλ. -ήσομαι Δίων Κ. 41. 53· ἀόρ. ὠριγνήθην Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσοκρ. 419Ε· ἀποθ. Τανύω ἢ ἐκτείνω ἐμαυτόν, ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ’ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶτο, ἐμάχοντο μὲ ἐκτετεμένα δόρατα, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 190. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνομαι πρός τι πρᾶγμα, ἀποβλέπω εἴς τι, ὀρέγομαι, ὅτε ... θηρῶν ὠριγνῷτο Εὐρ. Βάκχ. 1255· ποίας δόξης Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τελαμῶνος Θεόκρ. 24. 44· χορείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Α· τοῦ πλείονος Σωκρ. Ἐπιστ. 29. 3) μετ’ αἰτ., ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, προσπαθῶ νὰ ἀπολαύσω, Δήμητρος εὐνὴν ὀριγνάμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. ὀρίγναμαι) Διον. Ἁλ. 1. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀριγνᾶσθαι· ἐπιθυμεῖν, ὀρέγεσθαι», καὶ «ὀριγνώμενοι· ἐπιθυμοῦντες», καὶ κατὰ Φώτιον: «ὀριγνηθῆναι· ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆσαι», «ὀριγνώμεθα· ὀρεγόμεθα».

Greek Monotonic

ὀριγνάομαι: (ὀρέγομαι), μέλ. -ήσομαι·
1. τεντώνομαι, ἔγχεσιν ὠριγνῶντο, μάχονταν με προτεταμένα τα δόρατα, σε Ησίοδ.
2. με γεν., τεντώνομαι για να φτάσω κάτι, αποβλέπω, επιθυμώ, σε Ευρ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀριγνάομαι: (= ὀρέγομαι)
1) устремляться, бросаться, нападать (ἔγχεσιν Her.);
2) гоняться, преследовать: ὀ. θηρῶν Eur. охотиться на зверей; ὀ. ἐκεῖσε διαίτης Plat. томиться по тамошней жизни.

Middle Liddell

ὀριγνάομαι, [ὀρέγομαι]
1. to stretch oneself, ἔγχεσιν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.
2. c. gen. to stretch oneself after a thing, reach at, grasp at, Eur., Theocr.