εὐθύπορος

From LSJ
Revision as of 13:13, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθύπορος Medium diacritics: εὐθύπορος Low diacritics: ευθύπορος Capitals: ΕΥΘΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: euthýporos Transliteration B: euthyporos Transliteration C: efthyporos Beta Code: eu)qu/poros

English (LSJ)

ον, A going straight, of colour, Democr. ap. Thphr.Sens.73; τάσις, opp. μεταληπτική, Gal.10.443: metaph., straightforward, ἦθος Pl.Lg. 775d. II with a straight passage, κέρας Arist.Aud.802b11; with straight grain, of wood, Thphr.CP5.17.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1071] geradeausgehend, gerade, Theophr. u. Sp.; übertr., ἦθος Plat. Legg. VI, 775 d, wie unser Geradsinn. – Vom Holze, mit geradegehenden Poren, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui va droit de l'avant;
2 qui a un passage direct ; particul. dont les pores ou les conduites sont en ligne droite.
Étymologie: εὐθύς, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύπορος:
1) прямой, прямолинейный (κέρας Arst.);
2) движущийся прямолинейно (μόρια καὶ κινήματα Plut.);
3) прямой, прямодушный, открытый (ἦθος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύπορος: -ον, ὁ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν πορευόμενος, μεταφ. εὐθύς, ἦθος Πλάτ. Νόμ. 775D. II. ἔχων εὐθὺν πόρον, κέρας Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 38· ἔχων εὐθεῖς πόρους, ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 3.

Greek Monolingual

εὐθύπορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν
2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος
3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.)
4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του.
επίρρ...
εὐθυπόρως (Μ)
κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή («βαδίζων εὐθυπόρως καὶ ἀπλανῶς», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + πόρος «πέρασμα»].

Greek Monotonic

εὐθύπορος: -ον, αυτός που προχωρά σε ευθεία γραμμή· μεταφ., ευθύς, δίκαιος, τίμιος, ειλικρινής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐθύ-πορος, ον
going straight: metaph. straightforward, Plat.