καθελίσσω

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθελίσσω Medium diacritics: καθελίσσω Low diacritics: καθελίσσω Capitals: ΚΑΘΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: kathelíssō Transliteration B: kathelissō Transliteration C: kathelisso Beta Code: kaqeli/ssw

English (LSJ)

Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.), A wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος… τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-) ; καττίτερον… κατειλίξας ἐρίοις IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι… κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.Art.5; ἐρίοις… καθείλικτο Gal.UP4.9; ὅταν κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8. II of a serpent, drag down in its coils, συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.Hist.p.257 D.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλίσσω, κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι ἦσαν, τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl.pqp. Pass. ion. κατειλίχατο;
envelopper.
Étymologie: κατά, ἑλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθελίσσω: ион. κατειλίσσω (3 л. pl. ppf. pass. κατειλίχατο)
1) обматывать, обвертывать (τὸ σῶμα τελαμῶσι, τὰς κνήμας ῥάκεσι Her.);
2) перевязывать (τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

καθελίσσω: Ἰων. κατειλίσσω, τυλίσσω τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) αὐτόθι 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.

Greek Monolingual

καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α)
1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾶν αὐτοῦ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.)
2. (για φίδι) σύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλίσσω (< ἕλιξ)].

Greek Monotonic

καθελίσσω: Ιων. κατ-ειλίσσω, μέλ. -ξω, τυλίγω με επιδέσμους, περιτυλίγω, περικυκλώνω, φασκιώνω, σε Ηρόδ. — Παθ., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (Ιων. γʹ πληθ. υπερσ.), είχαν τα πόδια τους τυλιγμένα σε κουρέλια, στον ίδ.

Middle Liddell

ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω
to wrap with bandages, enfold, swathe, Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (ionic 3rd pl. plup.), they have their legs swathed in rags, Hdt.