Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετοικία

From LSJ
Revision as of 14:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικία Medium diacritics: μετοικία Low diacritics: μετοικία Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: metoikía Transliteration B: metoikia Transliteration C: metoikia Beta Code: metoiki/a

English (LSJ)

ἡ, A change of abode, removal, migration, Th.1.2 (pl.); of the Jewish captivity, LXX Je.20.4. II settlement or residence in a foreign city, A.Eu.1018 (lyr.), Pl.Lg.850c; μ. ἡ ἄνω sojourn in the upper world, S.Ant.890. 2 status and rights of a μέτοικος, Lys.6.49.

German (Pape)

[Seite 161] ἡ, das Mitwohnen an einem Orte, Aesch. Eum. 972; μετοικίας τῆς ἄνω στερήσεται, Soph. Ant. 881; Thuc. 1, 2; Plat. Legg. VIII, 850 e; Xen. Vect. 2, 7; Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. cohabitation, habitation ou résidence commune avec;
II. 1 émigration :
2 établissement d'un étranger dans une cité;
3 situation et droits d'un étranger domicilié.
Étymologie: μέτοικος.

Russian (Dvoretsky)

μετοικία:
1) переселение Thuc.;
2) поселение (на правах чужеземца): τῆς μετοικίας χρόνος Plat. время поселения;
3) предоставление убежища (чужеземцу): ἕνεκα τῆς μετοικίας Lys. (в благодарность) за предоставленное убежище;
4) совместная жизнь, общение: μετοικίας τῆς ἄνω στερήσεται Soph. (Антигона) лишится общения с наземным миром, т. е. умрет.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικία: ἡ, μεταβολὴ ἢ ἀλλαγὴ κατοικίας, μετοίκησις, μετανάστασις, Θουκ. 1. 2. ΙΙ. τὸ νὰ ἐγκατασταθῇ τις ἔν τινι τόπῳ ὡς μέτοικος, ἐγκατάστασις ἢ διαμονὴ ἐν ξένῃ πόλει, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1017, Πλάτ. Νόμ. 850C· - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 890· μετοικίας δ’ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται, πρβλ. μέτοικος ΙΙ. 1. 2) ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ μετοίκου, Λυσ. 107. 31.

Greek Monolingual

μετοικία, ἡ (ΑΜ) μετοικώ
1. αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας, μετοίκηση
2. το να φεύγει κάποιος από τον τόπο διαμονής του και να εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ως μέτοικος
νεοελλ.
η μετανάστευση και η προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση αλλοεθνών μεταναστών, σε σχέση με τη χώρα προορισμού τους, σε αντιδιαστολή με την αποδημία, που αναφέρεται ως προς τη χώρα προέλευσής τους
μσν.
συνεκδ. τόπος εγκατάστασης μετοίκων
αρχ.
1. η κατάσταση και τα δικαιώματα του μετοίκου
2. εξορία.

Greek Monotonic

μετοικία: ἡ,
I. αλλαγή κατοικίας, μετακίνηση, μετανάστευση, σε Θουκ.
II. αποικισμός ως μέτοικος, εγκατάσταση ή διαμονή σε ξένη πόλη, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

[from μετοικέω
I. change of abode, removal, migration, Thuc.
II. a settling as μέτοικος, settlement or residence in a foreign city, Aesch., etc.

English (Woodhouse)

sojourn in a foreign land

⇢ Look up "μετοικία" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)