φράσις

From LSJ
Revision as of 16:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φράσις Medium diacritics: φράσις Low diacritics: φράσις Capitals: ΦΡΑΣΙΣ
Transliteration A: phrásis Transliteration B: phrasis Transliteration C: frasis Beta Code: fra/sis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, A speech, εἰς τὴν Ἑλλάδαφ. cj. in Ael.VH9.16. II way of speaking, expression, ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φ. τῶν πραγμάτων Ar. Ra.1122; δεινὸς περὶ τὴν φ. Arist.Fr.70; τάχος καὶ ὀξύτης τῆς φ. Plu.Cat.Ma.12; style, φ. ποιητική, τραγική, ἱστορική, Str.1.2.6; τὸν χαρακτῆρα τῆς φ. Sor. Vit.Hippocr.13; φ. κυρία, τροπική, D.H.Th. 22; φ. ἀγκυλωτέρα, φ. ἀσυνήθης, ib.25,54; φ. ὑψηλή Id.Comp.18; φ. ἀφελὴς καὶ ἀποίητος Id.Pomp.2: pl., Phld.Rh.1.161 S.; expressiveness, τῶν ὀνομάτων interpol. in D.H.Pomp.3; ἡ γενναία φ. noble diction, Longin.8.1; opp. εὕρεσις, τάξις, Stoic.2.96; ἡ τοῦ λόγου νόγσις ἥ τε φ. Longin.30.1. 2 expression, idiom, phrase, Ἀττικὴ ἡ φ. Sch. Ar.Nu.488. 3 text, Asp. in EN4.12.

German (Pape)

[Seite 1303] ἡ, 1) das Reden, Sprechen, die Sprache, Plut. – 2) die Redensart, ἀττική Greg. Cor. p. 6. – 3) der Ausdruck durch die Sprache, Plut. Cat. mai. 12 u. D. Hal. oft.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'exprimer par la parole, élocution, langage;
2 discours.
Étymologie: φράζω.

Russian (Dvoretsky)

φράσις: εως (ᾰ) ἡ способ выражения, слог, стиль Arst.: ἡ ὀξύτης τῆς φράσεως Plut. яркость слога.

Greek (Liddell-Scott)

φράσις: ὁ ἀγκών… ὅς ἀπεργμένος ῥέει, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ: ὁ βραχίων ὅστις σχηματίζεται ἀποφραττομένου τοῦ ὕδατος. ΙΙ. χωριζω, ὅθι κληΐς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε Ἰλ. Θ. 325· καὶ οὕτω, χρησιμεύω ὡς ὅριον, περιβάλλω, ἐπὶ θαλασσῶν, ποταμῶν κλ., ὁ Ἅλυς ἔνθεν μὲν Καππαδόκας ἀπέργει, ἐξ εὐωνύμου δὲ Παφλαγόνας Ἡρόδ. 1. 72· πρὸς βορέην ἄνεμον ὁ Κεραμεικὸς κόλπος ἀπέργει αὐτόθ: 174, πρβλ. 204., 2. 99., 4. 55. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων ὁδοιπορούντων, ἐπορεύετο, ἐν ἀριστερῇ μὲν ἀπέργων Ροίτειον πόλιν κλπ., ἔχων τὸ Ροίτειον πρὸς ἀριστερά, Ἡρόδ. 7. 43· ἐκ δεξιῆς χειρὸς τὸ Πάγγαιον οὖρος ἀπ. αὐτόθι 112, πρβλ. 109., 8. 35. ΙΙΙ. κατακλείω, περιορίζω, ἐντὸς ἀπ. ὁ αὐτ. 3. 116· ἀπεργμένος ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. 1. 154. πρβλ. 5. 6, 4· τοὺς ἐν τῷ ἱρῷ ἀπεργμένους ὁ αὐτ. 6. 79.

Greek Monolingual

-εως η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. φράση.

Greek Monotonic

φράσις: [ᾰ], -εως, ἡ, ομιλία, προφορά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φρᾰ́σις, εως,
speech; enunciation, Plut.