ψεφηνός

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεφηνός Medium diacritics: ψεφηνός Low diacritics: ψεφηνός Capitals: ΨΕΦΗΝΟΣ
Transliteration A: psephēnós Transliteration B: psephēnos Transliteration C: psefinos Beta Code: yefhno/s

English (LSJ)

ή, όν, dark, obscure, metaph. of a person, Pi.N.3.41 codd. (-εινός Bgk., -εννός Pors.).

German (Pape)

[Seite 1396] duukel, finster; unbekannt, niedrig, Pind. N. 3, 39 ἀνήρ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
obscur.
Étymologie: ψέφος.

Russian (Dvoretsky)

ψεφηνός: досл. темный, перен. безвестный, незнатный (ἀνήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, ἀμαυρός, ἀμυδρός, μεταφορ., ἐπὶ προσώπου, Πινδ. Ν. 3. 71.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
μτφ. (για πρόσ.) αμυδρός, άγνωστος, ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. -ηνός (πρβλ. χαλικ-ηνός). Ο τ. έχει διορθωθεί σε ψεφεννός (< ψεφεσνός)].

Greek Monotonic

ψεφηνός: -ή, -όν, σκοτεινός, μαύρος, αμυδρός, λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ψεφηνός, ή, όν
dark, obscure, of a person, Pind.