ὅμαιχμος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον, fighting together : as substantive, ally, Th.3.58.
German (Pape)
[Seite 329] mit Einem gemeinschaftlich streitend, Speer-, d. i. Kampfgenoß, Thuc. 3, 58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon d’arme (propr. qui unit sa lance à celle d’un autre).
Étymologie: ὁμός, αἰχμή.
Russian (Dvoretsky)
ὅμαιχμος: ὁ товарищ по оружию, соратник, союзник Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ὅμαιχμος: -ον, ὁ ὁμοῦ μαχόμενος· ὡς οὐσιαστ., σύμμαχος Θουκ. 3. 58. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 178.
Greek Monotonic
ὅμαιχμος: ὁ (αἰχμή), συμπολεμιστής, σύντροφος στη μάχη, σύμμαχος, σε Θουκ.