ἔμμορφος

From LSJ
Revision as of 08:40, 4 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’u" to "d'u")

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμορφος Medium diacritics: ἔμμορφος Low diacritics: έμμορφος Capitals: ΕΜΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: émmorphos Transliteration B: emmorphos Transliteration C: emmorfos Beta Code: e)/mmorfos

English (LSJ)

ον, endued with form, ἀρχαί Thphr.Metaph.14; ἄγαλμα Plu.Num.8, cf. 2.362d; ὕλην ἔ. ἀποτελεῖσθαι Plot.5.9.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: ἐνμ- Ps.Archyt.Pyth.Hell.20.9
dotado de forma, informado, corpóreo ἀρχαί, op. ὑλικός Thphr.Metaph.7a.6, ἁ ἐστὼ ... κιναθεῖσα δὲ ποτὶ τὰν μορφὼ ἔ. γίνεται Ps.Archyt.l.c., ὕλη Plot.5.9.4, cf. Epiph.Const.Haer.74.4.4, ἄγαλμα Plu.Num.8, ἔμμορφον εἰκόνα χρὴ νομίζειν τῆς Ὀσίριδος ψυχῆς τὸν Ἆπιν Plu.2.362d, τρία ἔνμορφα de la Trinidad, Ps.Caes.3.54.

German (Pape)

[Seite 809] mit Gestalt begabt, körperlich, ἄγαλμα, Plut. Num. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
revêtu d'une forme, corporel.
Étymologie: ἐν, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμορφος: облеченный в образ: ἄγαλμα ἔμμορφον Plut. вещественное изображение.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμορφος: -ον, ἐν σωματικῇ μορφῇ, Πλουτ. Νουμ. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή, σχήμα.

Greek Monotonic

ἔμμορφος: -ον (ἐν, μορφή), υλική, σωματική μορφή, σχηματισμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἔμ-μορφος, ον [ἐν, μορφή
in bodily form, Plut.