φοβούμαι

From LSJ
Revision as of 09:55, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

φοβοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, -έω, Α
1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια βροχή» δ. «νὰ μὴν φοβᾶσ' εἰς ποταμὸν ξερὸν νά κινδυνεύσῃς», Πρόδρ.
ε. «φοβεῖσθαι τοὺς ἄνω θεούς», Πλάτ.
στ. «φοβοῦμαι δ' ἔπος τόδ' ἐκβαλεῖν», Αισχύλ.)
2. κατέχομαι από φόβο μήπως συμβεί κάτι (α. «φοβάται μην πεθάνει» β. «φοβάμαι πως δεν θα αντέξω άλλο» γ. «φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης», Αριστοφ.
δ. «ἐφοβεῖτο, ὅτι ὀφθήσεται ἔμελλε», Ξεν.)
νεοελλ.
1. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι (α. «φοβάμαι για την υγεία του» β. «φοβούμαι για το παιδί μου»)
2. υποψιάζομαι κάτι δυσάρεστο («φοβάμαι ότι αυτός είναι ο ένοχος»)
3. φρ. «ούτε θεό φοβάται, ούτε ανθρώπους ντρέπεται» — είναι εντελώς αναιδής, ανήθικος ή άδικος άνθρωπος
4. παροιμ. φρ. α) «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» — να δυσπιστείς πάντοτε, να μην έχεις ποτέ εμπιστοσύνη σε παλαιούς εχθρούς σου, έστω και αν επιδεικνύουν καλές διαθέσεις, Βεργίλ.)- «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» — δηλώνει αμοιβαίο φόβο
αρχ.
ενεργ.
1. (στον Όμ.) τρέπω σε φυγήΖεὺς καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ», Ομ. Ιλ.)
2. φοβίζω («μὴ φίλους φόβει», Αισχύλ.)
3. (με δοτ. μέσου ή οργάνου) φοβίζω κάποιον με κάτι («οὔτ' ἄγαν φοβεῖν λόγοις», Αισχύλ.)
5. φρ. α) «φοβούμαι φόβον» — αισθάνομαι φόβο (Πλάτ.)
β) «φοβεῖσθαι τὸ ἀποθνήσκειν» — φόβος για τον θάνατο (Πλάτ.)
γ) «φοβοῦμαι ἔκ τινος» — φοβούμαι για κάποια αιτία (Σοφ.)
δ) «φοβοῦμαι ἀπό τινος» — φοβάμαι κάποιον (ΠΔ και ΚΔ)
ε) «φοβοῦμαι εἴς τι ή πρός τι» και «φοβοῦμαι ἐπί τινι» — καταλαμβάνομαι από φόβο για κάτι
στ) «φοβοῦμαι ἀμφί τινι» και «φοβοῦμαι [τι] περί τινος» και «φοβοῦμαι ὑπέρ τινος» — φοβάμαι για κάποιον
ζ) «φοβοῦμαι περί τι» και «φοβοῦμαι πρός τινα» — φοβάμαι για κάτι ή για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικός τ. ενεστ. αιτιώδους σημ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ- του ρ. φέβομαι (πρβλ. ποθῶ: θέσσασθαι: πόθος)].