συντελώ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
Greek Monolingual
συντελῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α
1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση της εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῖν», Αριστοτ.)
2. (το παθ.) συντελούμαι, -έομαι
βρίσκομαι στο γίγνεσθαι, γίνομαι (α. «συντελούνται βαθιές αλλαγές» β. «τὰς συντελουμένας φάσεις», Πλωτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «συντελεσμένος μέλλοντας»
γραμμ. χρόνος που δηλώνει ότι η ενέργεια του ρήματος θα έχει ολοκληρωθεί σε μια δεδομένη στιγμή στο μέλλον
β) «συντελεσμένοι χρόνοι»
γραμμ. ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας, αλλ. τετελεσμένοι χρόνοι
αρχ.
1. αποπερατώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω από κοινού (α. «τὴν μὲν δαπάνη ν ἑξή κοντά τάλαντα συντελῇ», Δημοσθ.
β. «συντελεσθῆναι τὰς ναῦς», Πολ.)
2. (σχετικά με λόγο) εκπληρώνω, εκτελώ
3. διαπράττω
4. συγκαλώ («τὰς συνόδους καὶ τὰ διαβούλια συντελεῖν ἐν κοινῷ», Πολ.)
5. (σχετικά με ιερή τελετή ή εορτασμό) τελώ από κοινού
6. συνεισφέρω σε δημόσιες δαπάνες
7. (με δοτ.) είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος
8. (στην αρχ. Αθήνα) ανήκω ή κατατάσσομαι σε μια φορολογική κατηγορία πολιτών («ἀλλ' εἰς τοὺς νόθους ἐκεῖ συντελεῖ», Δημοσθ.)
9. (για πόλη) είμαι φόρου υποτελής μαζί με άλλη
10. (με κακή σημ.) καταστρέφω, αφανίζω
11. (αμτβ.) συνέρχομαι μαζί με άλλους για από κοινού τέλεση πράξης («διὸ καὶ τῶν νόθων εἰς τὸ Κυνόσαργες συντελούντων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τελῶ «τελειώνω, επιτελώ» (< τέλος)].