διαμερισμός

From LSJ
Revision as of 08:20, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμερισμός Medium diacritics: διαμερισμός Low diacritics: διαμερισμός Capitals: ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diamerismós Transliteration B: diamerismos Transliteration C: diamerismos Beta Code: diamerismo/s

English (LSJ)

ὁ, A division, Pl.Lg.771d, POxy.12vi 17, D.S.11.47, LXXEz.48.29 (pl.), J.AJ10.11.7. II dissension, Ev.Luc.12.51.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1división, reparto c. gen. obj. τῶν φόρων D.S.11.47, εἰς αὐτοὺς (τοὺς διαδόχους) τῆς βασιλείας I.AI 10.274, sin gen. Μοίρας καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ κατ' αὐτὰς διαμερισμοῦ Κλωθὼ καὶ Λάχεσιν καὶ Ἄτροπον que las Moiras son así llamadas por su división en Cloto, Láquesis y Atropo, Placit.1.28.3
partición de bienes, Poll.8.136.
2 división territorial c. gen. partit. ὁ τῆς πόλεως δ. la distribución urbana Pl.Lg.771d, αὕτη ἡ γῆ ... ταῖς φυλαῖς Ισραηλ, καὶ οὗτοι οἱ διαμερισμοὶ αὐτῶν ésta es la tierra para las tribus de Israel y éstas sus partes LXX Ez.48.29
lugar, puesto en la πρόοδος de los seres, Iambl.Myst.2.1.
II fig. disensión παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ ... διαμερισμόν he venido a la tierra a traer la disensión, Eu.Luc.12.51.

German (Pape)

[Seite 589] ὁ, 1) Vertheilung, D. Sic. 11, 47 u. Sp. – 2) Trennung, Uneinigkeit, Ggstz εἰρήνη, N. T.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 partage, distribution;
2 division.
Étymologie: διαμερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμερισμός -οῦ, ὁ [διαμερίζω] verdeling:; ὁ τῆς πόλεως διαμερισμός de verdeling van de stad Plat. Lg. 771d; overdr. verdeeldheid:. παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ... διαμερισμόν ik ben gekomen om verdeeldheid te brengen op aarde NT Luc. 12.51.

Russian (Dvoretsky)

διαμερισμός:
1) раздел, распределение (δικαίως τόν διαμερισμὸν ποιεῖν Diod.);
2) раскол (οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ δ. NT).

English (Strong)

from διαμερίζω; disunion (of opinion and conduct): division.

English (Thayer)

διαμερισμου, ὁ (διαμερίζω), division;
1. a parting, distribution: Plato, legg. 6, p. 771d.; Diodorus 11,47; Josephus, Antiquities 10,11, 7; the Sept. disunion, dissension: opposite εἰρήνη, διαμερίζω, 1.

Greek Monolingual

ο (AM διαμερισμός) διαμερίζω
κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός
αρχ.
ασυμφωνία, έχθρα.

Greek Monotonic

διαμερισμός: ὁ, διαχωρισμός, διαίρεση, διαφωνία, ασυμφωνία, διχόνοια, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

διαμερισμός: ὁ, διαίρεσις, Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. διαίρεσις, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.

Middle Liddell

διαμερισμός, ὁ, n [from διαμερίζω
division, dissension, NTest.

Chinese

原文音譯:diamerismÒj 笛阿-姆里士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-分(著)
字義溯源:分裂,紛爭,分爭;源自(διαμερίζω)=分開),由(διά)*=通過)與(μερίζω)=分開)組成;其中 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)出自(μείζων)X*=分得的份)。同源字: (μερίζω)分開。同義字: (διχοστασία)分裂
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 分爭(1) 路12:51