τροποφορέω

From LSJ
Revision as of 09:11, 28 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροποφορέω Medium diacritics: τροποφορέω Low diacritics: τροποφορέω Capitals: ΤΡΟΠΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: tropophoréō Transliteration B: tropophoreō Transliteration C: tropoforeo Beta Code: tropofore/w

English (LSJ)

c. acc., bear with another's moods, tolerate the character, put up with Sch.Ar.Ra.1479, Suid. s. vv. σκύμνος et οὐ χρή; τροποφορέω τὸν τῦφόν μου = tolerate my conceited character Cic.Att.13.29.1; v.l. for τροφοφορέω in LXXDe.1.31, Act.Ap.13.18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.
Étymologie: τρόπος, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροποφορέω [τρόπος, φέρω] zich schikken naar, verdragen, met acc.

Russian (Dvoretsky)

τροποφορέω: ублажать (τινα NT - v.l. τροφοφορέω).

English (Strong)

from τρόπος and φορέω; to endure one's habits: suffer the manners.

English (Thayer)

(τροφοφορέω) τροφοφόρω: 1st aorist ἐτροφοφόρησα; (τροφός and φέρω); to bear like a nurse or mother, i. e. to take the most anxious and tender care of: τινα, G L T Tr marginal reading (R. V. marginal reading bear as a nursing-father) (Alex. manuscript, etc.; Macarius, hom. 46,3and other ecclesiastical writings); see τροποφορέω.

Greek Monotonic

τροποφορέω: μέλ. τροποφορήσω, υπομένω τους τρόπους κάποιου, τινά, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

τροποφορέω: μετ’ αἰτ., ὑπομένω τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. τροφοφορέω.

Middle Liddell

τροπο-φορέω, fut. -ήσω
to bear with, τινά NTest.

Chinese

原文音譯:tropoforšw 特羅坡-賀雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:滋養(歸回)(攜帶)
字義溯源:容忍他人習性,忍受,容忍,忍耐;由(τρόπος)=樣式)與(φορέω)=有負擔,帶)組成,其中 (τρόπος)出自(τροπή)=轉動), (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉),而 (φορέω)出自(φόρος)=負擔,稅), (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔,背)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 容忍(1) 徒13:18