λακωνίζω

From LSJ
Revision as of 16:42, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰκωνίζω Medium diacritics: λακωνίζω Low diacritics: λακωνίζω Capitals: ΛΑΚΩΝΙΖΩ
Transliteration A: lakōnízō Transliteration B: lakōnizō Transliteration C: lakonizo Beta Code: lakwni/zw

English (LSJ)

[ᾰ] imitate Lacedaemonian manners, imitate Lacedaemonian dress, etc., Pl. Prt. 342b sq. X. HG 4.8.18, D. 54.34; τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖνφιλογυμναστεῖν = to be Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics, Pl. Prt. 342e6; λακωνίζω τῇ διαίτῃ Plu. Alc. 23; λακωνίζω τῇ φωνῇ Id. 2.150b; hence, speak laconically, ib. 513a, etc.; = titubo, Gloss.
ΙΙ.act in the Lacedaemonian interest, X. HG 4.44.2, etc.
ΙΙΙ.παιδεραστέω (be a pederast), Ar. Fr. 338, Eup. 351.1. See also Λακωνίζω.

Greek Monolingual

λακωνίζω) Λάκων
εκφράζομαι με συντομία και ακρίβειατὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν»)
αρχ.
1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ' ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.)
2. ψελλίζω, τραυλίζω
3. διάκειμαι φιλικά προς τους Λάκωνες, ανήκω σε φιλοσπαρτιατικό κόμμα ή μερίδα, υποστηρίζω τους Λάκωνες
4. ρέπω προς την παιδεραστία.

Mantoulidis Etymological

(=μιμοῦμαι τούς Λάκωνες). Ἀπό τό Λάκων.
Παράγωγα: λακωνικός, λακωνισμός, λακωνιστής.

German (Pape)

1 den Lakonen spielen, den Lakedämoniern in Lebensart, Kleidung, Sitten nachahmen, was oft in ein äußeres Nachäffen der roheren Form ausartete, vgl. Eupolis bei Ath. I.17d; Plat. Prot. 324e; Dem. 59.36; τῇ διαίτῃ, Plat. Alcib. 23 (vgl. λακωνιστής); bes. auch lakonisch, kurz, kräftig und schlagend sprechen, Plut. und Sp.
2 es mit den Lakedämoniern halten, von ihrer Partei sein; Xen. Hell. 4.4.2, 7.1.44; Isocr. und A.