ὑψίπεδος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον, with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπεδος: высоко расположенный (Θεράπνας ἕδος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
English (Slater)
ὑψῐπεδος high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύ-πεδος].
Greek Monotonic
ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑψί-πεδος, ον,
with high ground, high-placed, Pind.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὕψι + πέδον τοῦ πούς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
German (Pape)
mit hohem Boden, hochgelegen, ἕδος Pind. I. 1.31.