ἐπιπόθητος

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόθητος Medium diacritics: ἐπιπόθητος Low diacritics: επιπόθητος Capitals: ΕΠΙΠΟΘΗΤΟΣ
Transliteration A: epipóthētos Transliteration B: epipothētos Transliteration C: epipothitos Beta Code: e)pipo/qhtos

English (LSJ)

ον, longed for, desired, Ep.Phil.4.1; missed, found wanting, ὅρκοι App.Hisp.43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
désiré, regretté.
Étymologie: ἐπιποθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπόθητος: желанный (ἀδελφὸς ἀγαπητὸς καὶ ἐ. NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόθητος: -ον, ποθητός, ἐπιθυμητός, Ἀππ. Ἰβηρ. 43, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. δ΄, 1.

English (Strong)

from ἐπί and a derivative of the latter part of ἐπιποθέω; yearned upon, i.e. greatly loved: longed for.

English (Thayer)

ἐπιποθητον, longed for: Clement of Rome, 1 Corinthians 65,1 [ET]; the Epistle of Barnabas 1,3 [ET]); Appendix Hisp. 43; Eustathius; (cf. Winer's Grammar, § 34,3).)

Greek Monolingual

ἐπιπόθητος, -ον (AM) επιποθώ
μσν.
(για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.)
αρχ.
1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος
2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε.
επίρρ...
ἐπιποθήτως
με πόθο, με επιθυμία.

Greek Monotonic

ἐπιπόθητος: -ον, επιθυμητός, ποθητός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐπιπόθητος, ον [from ἐπιποθέω
longed for, desired, NTest.

Chinese

原文音譯:™pipÒqhtoj 誒披-坡帖拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-渴望(的)
字義溯源:渴望的,想念的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἐπιποθέω)=切慕)組成;而 (ἐπιποθέω)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(πόθεν)X*=渴望)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 所想念的(1) 腓4:1

French (New Testament)

très cher

German (Pape)

Adj. verb. zu ἐπιποθέω, ersehnt, erwünscht, NT; App. Hisp. 43.