εὐσυνειδησία
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ, conscientiousness, integrity, PSI5.452.26 (iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσυνειδησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ καλή συνείδησις, Κλήμ. Ἀλ. 797, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 255.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐσυνειδησία) ευσυνείδητος
τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
συναίσθηση του καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση του καθήκοντος
μσν.-αρχ.
ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών.
German (Pape)
ἡ, das gute Gewissen, Clem.Al.