δασύτης
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ητος, ἡ, A roughness, hairiness, opp. ψιλότης, Arist.HA 499a11; γῆς Corn.ND27: in plural, D.S.3.35. II in pronunciation, aspiration, opp. ψιλότης, Arist.Po.1456b32, Plb.10.47.10, Phld.Po. Herc.994.33, D.H.Comp.14.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I 1vellosidad, pelaje ref. a anim., a su cola op. ψιλότης Arist.HA 499a11, a la piel de los conejos, D.Chr.35.12, a esfinges, D.S.3.35
•ref. a pers. ἡ δὲ δ. ἡ περὶ τὴν κοιλίαν λαλιὰν σημαίνει Arist.Phgn.806b18, a Esaú, I.AI 1.270, τοῦ Ἡρακλέους τὴν πυγὴν μέλαιναν ἐκ τῆς τῶν τριχῶν δασύτητος Ps.Nonn.Comm.in Or.4.39.
2 frondosidad τῆς γῆς Corn.ND 27, de un bosque, fig. ref. a la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.14.52.
II gram. aspiración de un fonema, op. ψιλότης Arist.Po.1456b32, Plb.10.47.10, D.H.Comp.14.23, Plu.2.1009e, Sch.Er.Il.13.543a
•aspereza del sonido de ξ, ζ, σ y ρ Phld.Po.A 33.6, de la pronunciación del gr., c. gen. subjet. Σύρων Soz.HE 8.10.1, Callinic.Mon.V.Hyp.praef.6.
German (Pape)
[Seite 524] ητος, ἡ, 1) das Behaartsein, Arist. physiogn. 6; plur., D. Sic. 3, 35. – 2) die Aspiration der Buchstaben, Pol. 10, 47; Dion. Hal. C. V. p. 174, Gegensatz ψιλότης; vgl. Ath. IX, 397 f.
Greek (Liddell-Scott)
δασύτης: -ητος, ἡ, τραχύτης, τὸ ἔχειν τρίχας, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 7· κατὰ πληθ., Διόδ. 3. 35 ΙΙ. τραχύτης, δασύτης ἐν τῇ προφορᾷ γραμμάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ψιλότης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 47, 10.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύτης: ητος ἡ
1 волосатость, косматость (σώματος Arst.; pl. sc. τῶν θηρίων Diod.);
2 грам. густое придыхание, придыхательность (τὰ στοιχεῖα διαφέρει δασύτητι καὶ ψιλότητι Arst.; δασύτητας συσσῴζειν Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύτης -ητος, ἡ [δασύς] aspiratie (van klinker).