οἰδάνω

From LSJ
Revision as of 15:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰδάνω Medium diacritics: οἰδάνω Low diacritics: οιδάνω Capitals: ΟΙΔΑΝΩ
Transliteration A: oidánō Transliteration B: oidanō Transliteration C: oidano Beta Code: oi)da/nw

English (LSJ)

[ᾰ], A cause to swell, χόλος… οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον Il.9.554; μέθυ κῆρ οἰδάνει A.R.1.478:—Pass., to be swollen, οἰδάνεται κραδίη χόλῳ Il.9.646. II = οἰδέω, intr., ὁ φήληξ οἰδάνων Ar.Pax1165.

German (Pape)

[Seite 297] = οἰδαίνω, aufschwellen, machen, daß Etwas aufschwillt; Hom. nur übertr., ὅςτε (χόλος) καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν στήθεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων, Il. 9, 554, u. pass., ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, ib. 646, es schwillt mir das Herz vom Zorn; nachgeahmt von Ap. Rh. 1, 478, ἠέ τοι εἰς ἄτην ζωρὸν μέθυ θαρσαλέον κῆρ οἰδάνει ἐν στήθεσσι, Schol. ἐπαίρει, μετεωρίζει. Auch γλῶσσα οἰδάνεται, Opp. H. 5, 608. Das act. intrans. Ar. Pax 1166.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ᾤδηνα;
enfler, gonfler ; Pass. se gonfler.
Étymologie: οἶδος.

Russian (Dvoretsky)

οἰδάνω: (только praes.)
1 вздувать, надувать, расширять (οἰδάνεται κραδίη χόλῳ Hom.);
2 раздуваться, набухать (ὁ φήληξ οἰδάνων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰδάνω: [ᾰ], οἰδεῖν ποιῶ, κάμνω τι νὰ πρησθῇ, φουσκώνω, χόλος νόον οἰδάνει, «εἰς ὕψος αἴρεσθαι ποιεῖ, ἐμπίμπρησι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 554· οὕτω, μέθυ κῆρ οἰδάνει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 478.- Παθ., οἰδάνομαι, Λατ. tumere, χόλῳ οἰδάνεται κραδίη, «πληροῦμαι «ὑπὸ ὀργῆς» (Σχόλ), Ἰλ. Ι. 648. ΙΙ. = οἰδέω, ἀμεταβ., ὁ φήληξ οἰδάνων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1166. - Πρβλ. οἰδαίνω.

English (Autenrieth)

(οἰδέω): cause to swell, met., νόον (with rage), Il. 9.554; pass., also met., swell, Il. 9.646.

Greek Monotonic

οἰδάνω: [ᾰ],
I. προκαλώ πρήξιμο, φουσκώνω, Λατ. tumefacere, σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ., πρήζομαι, Λατ. tumere, στο ίδ.
II. = οἰδέω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

οἰδᾰ́νω,
I. to make to swell, Lat. tumefacere, Il.:— Pass. to swell, Lat. tumere, Il.
II. = οἰδέω, Ar.