πολύχοος

From LSJ
Revision as of 15:31, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχοος Medium diacritics: πολύχοος Low diacritics: πολύχοος Capitals: ΠΟΛΥΧΟΟΣ
Transliteration A: polýchoos Transliteration B: polychoos Transliteration C: polychoos Beta Code: polu/xoos

English (LSJ)

or πολυ-χόος, ον, contr. πολύ-χους, ουν, (χέω) A pouring forth much, yielding much, of animals, prolific, Arist.HA629a35, cf. Vett. Val.10.28; of fruit and grain, Thphr.HP8.4.3; πολυχούστερα τὰ χεδροπά Id.CP4.8.1; τὸ καταβληθὲν πολύχουν ἀποδίδωσιν J.BJ4.8.3: metaph. of a writer or orator, copious, τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος Phld.Acad.Ind.p.102 M., cf. Rh.1.157 S. 2 capable of great diffusion, Hp.Vict.2.56. 3 in large quantity, κόπρος Heraclit.All.33. II manifold, various, Arist.Rh.1418b9: Comp. -χούστερος Id.PA656a5; πολύχουν τὸ φυτὸν καὶ ποικίλον Thphr.HP 1.1.10; τὸ πολύχουν variety, Ptol.Geog.1.15.1; τὸ π. τῆς φύσεως the prodigal variety of Nature, Plot.6.2.3; ποικίλον καὶ π. χρῆμα ἡ ψυχή Them.Or.2.35a; π. καὶ πολύτροπος Iamb.Protr.21.λή; π. ἐν πᾶσιν ἰητρός IG14.1813. 2 frequent, π. κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή Ph.2.4, cf. Iamb. in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 677] zsgzgn πολύχους, viel gießend, schüttend; von Feld- u. Baumfrüchten, viel Ertrag gebend, καρπός, Luc. abd. 27; σπέρμα πολύχουν, Theophr.; auch von Thieren, Arist. H. A. 9, 43. – Uebh. vielfach, mannichfaltig, πολυχουστέραν ἰδέαν Arist. part. an. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
très multiple, très varié.
Étymologie: πολύς, χέω.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχοος: ἢ πολυχόος, ον, συνῃρ. -χους, ουν· (χέω)· ― ὁ πολλὰ προχέων, πολλὰ παράγων, ἐπὶ ζῴων, γόνιμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, 2· ἐπὶ καρπῶν καὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3· πολυχούστερα τὰ χεδροπὰ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1, κτλ. ΙΙ. πολλαπλοῦς, ποικίλος, Ἀρίστ. Ρητορ. 3. 17, 14· συγκρ. -χούστερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· π. καὶ ποικίλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10· τὸ πολύχουν, ποικιλία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυβίου. 2) συχνός, ἀντίθετον τῷ σπάνιος, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 45.

Russian (Dvoretsky)

πολύχοος: стяж. πολύχους 2
1 весьма плодовитый (ἡ τενθρηδών Arst.);
2 дающий большой урожай (καρπός Luc.);
3 разнообразный, многосторонний (ἡ ἐναντίωσις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχοος Ion. voor πολύχους.