ἀρρενωπός

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενωπός Medium diacritics: ἀρρενωπός Low diacritics: αρρενωπός Capitals: ΑΡΡΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: arrenōpós Transliteration B: arrenōpos Transliteration C: arrenopos Beta Code: a)rrenwpo/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Luc.Fug.27: (ὤψ):—A masculine-looking, manly, Pl.Lg.802e; γυναῖκες Arist.GA747a1, cf. Sor. 1.35, Ruf. ap. Orib.inc.2.15; εὐμορφία Luc.Scyth.11; τὸ ἀρρενωπόν = ἀρρενωπία, D.S.4.6. 2 of things, befitting a man, manly, στολή Ael.N A 2.11; τὸ ἀρρενωπόν τῆς ψυχῆς manliness, Chor.Lyd.8. Adv. ἀρρενωπῶς Gloss.:— irreg. fem. ἀρρενωπάς, άδος, ἡ, = ἀνδρόγυνος, Cratin.389, cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-όν
• Morfología: [tb. -ή, -όν Luc.Fug.27, Scyth.11]
1 de pers. gener. ref. a mujeres de aspecto varonil, viril, fuerte γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.GA 747a1, cf. Luc.Fug.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ ἀρρενωπός D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.Ep.140, cf. Et.Gen.1572.
2 de cosas y abstr. propio del hombre, viril τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.Lg.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.Scyth.11, βλέμμα Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.NA 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.Or.11.151c
subst. τὸ ἀρρενωπόν virilidad τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.Decl.3.12, cf. Ruf. en Orib.Inc.18.15, D.S.4.6.
3 ἀρρενωπός· φοβερός Hsch.α 7123.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d'apparence mâle ou virile ; τὸ ἀρρενωπόν virilité, courage.
Étymologie: ἄρρην, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενωπός: и 3
1 мужественный (εὐμορφία Luc.);
2 мужеподобный (γυνή Arst., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενωπός: -όν, ὡσαύτως, ή, όν, Λουκ. Δραπ. 27· (ὤψ): ― ὁ ἔχων ἀνδρικὴν ὄψιν, ἀνδρώδης, ἀνδρικός, Πλάτ. Νόμ. 802Ε· γυναῖκες Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16· εὐμορφία Λουκ. Σκύθ. 11· τὸ ἀρρενωπὸν = ἀρρενωπία, Διόδ. 4. 6. 2) ἐπὶ πραγμ., ἁρμόζων εἰς ἄνδρα, ἀνδρικός, στολή, τρόπος Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Βυζ. τύπος τις ἀρρενωπάς, άδος, ἡ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίνου (Ἄδηλ. 32 β), πρβλ. Α. Β. 446, 24, Εὐστ. 827, 29 καὶ 1412, 31· καὶ οὐσιαστ. ἀρρενωπότης, ητος, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1274.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρρενωπός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση
2. επίρρ. ἀρρενωπῶς
θαρραλέα, σταθερά
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωπος < -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός (πρβλ. αγριωπός, αντωπός)].

Greek Monotonic

ἀρρενωπός: -όν και -ή, -όν (ὤψ), αυτός που έχει ανδρική όψη, αρσενικός, ανδρικός, αρρενωπός, σε Πλάτ., Λουκ.

Middle Liddell

[ὤψ]
masculine-looking, masculine, manly, Plat., Luc.

Mantoulidis Etymological

(=πού ἔχει ὄψη ἀντρική, ἀνδροπρεπής). Σύνθετο ἀπό τό ἄρρην + ὤψ.

German (Pape)

(fem. -ωπή Luc. Fugit. 27), von männlichem Aussehen, mannhaft, γυνή Arist. gen. anim. 2.5; στολή Ael. N.A. 2.11; τὸ ἀρρενωπόν, Männlichkeit, Plat. Legg. VII.802e und Sp.