ἄκνισος

From LSJ
Revision as of 17:51, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκνῑσος Medium diacritics: ἄκνισος Low diacritics: άκνισος Capitals: ΑΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: áknisos Transliteration B: aknisos Transliteration C: aknisos Beta Code: a)/knisos

English (LSJ)

ον, (κνῖσα)
A without fat of sacrifices, βωμός AP10.7 (Arch.); βωμοῖσι παρ' ἀκνίσοισι cj. Cobet in Luc.JTr.6.
2 lacking in fats, τροφή Thphr.CP2.4.6, cf. Plu.2.123b.
3 without savoury odour, Hp.Morb.2.54; ἔλαιον not greasy, Aret.CA1.6. Adv. ἀκνίσως = without being smoked or without being burnt, Gal.14.266.

Spanish (DGE)

(ἄκνῑσος) -ον
• Alolema(s): ἄκνισσος Plu.2.123b
I 1que no tiene grasa, en que no se sacrifica βωμός AP 10.7 (Arch.).
2 pobre en grasas σιτίοισι διαχρῆσθαι ... ἀνάλτοισι καὶ ἀκνίσοισιν Hp.Morb.2.54a, (τροφή) Thphr.CP 2.4.6, cf. Plu.l.c.
muy refinado ἔλαιον ἄ. Aret.CA 1.6.5.
II adv. ἀκνίσως = sin humo, sin ahumar ἵνα ἀκνίσωςἕψησις αὐτῶν γένηται Gal.14.266.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans graisse, non gras, maigre.
Étymologie: , κνῖσα.

Russian (Dvoretsky)

ἄκνῑσος:
1 не окутанный жертвенным чадом, т. е. погасший, пустой (βωμός Luc., Anth.);
2 нежирный (τροφή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄκνῑσος: -ον, (κνῖσα) = ἄνευ κνίσης, ἤτοι ἄνευ τοῦ πάχους τῶν θυμάτων, βωμός, Ἀνθ. Π. 10. 7· οὕτως ὁ Κόβητος διορθοῖ, βωμοῖσι παρ’ ἀκνίσοισι ἐν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 6. 2) ἰσχνός, ἀδύνατος, ἐπὶ προσώπων, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4, 6· ἐπὶ ἐδέσματος, Πλουτ. 2. 123Β.

Greek Monolingual

ἄκνισος, -ον (Α) κνῑσα
1. αυτός που δεν έχει κνίσα προερχόμενη από θυσίες
2. (για τροφή) άπαχος
3. αυτός που δεν έχει ωραία οσμή.

Greek Monotonic

ἄκνῑσος: -ον (κνῖσα), χωρίς το πάχος, το λίπος των θυσιών, σε Ανθ.

Middle Liddell

κνῖσα
without the fat of sacrifices, Anth.

German (Pape)

[ῑ], ohne Opferduft, βωμός Automed. 8 (XI.324); Archi. 16 (X.7); τροφή Plut., mit ἁπλῆ vrbd., ohne Fett, Symp. 4.1, de san. tu. p. 373.