δυσπαθής
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
English (LSJ)
ές, (παθεῖν) A feeling to excess, opp. ἀπαθής, ib.102d. II not easily affected, τὸ ὅμοιον ὑπὸ τοῦ ὁμοίου δυσπαθέστερον ib.651c: abs., impassive, ib.454c, Luc.Anach. 24, Plot.1.4.8.
Spanish (DGE)
-ές
I 1muy afectado, que lo pasa mal de pers., op. ἀπαθής Plu.2.102d.
2 que no se afecta con facilidad, resistente, firme τὸ ὅμοιον ὑπὸ τοῦ ὁμοίου δυσπαθέστερόν ἐστιν lo semejante es difícil de afectar por lo semejante Plu.2.651c
•poco sensible, resistente al dolor o la enfermedad ἡ δ' ἀφὴ <πρὸς> τὰ ἕλκη δ. Plu.2.625b, τὰ σώματα Luc.Anach.24, Gal.1.219, ζῷα Hierocl.2.19, a las pasiones ποιεῖν δυσπαθῆ τὴν ψυχήν Plu.2.454c, cf. Plot.1.4.8.
3 difícil de dañar, duro, resistente ὀφθαλμοί en algunos anim., Gal.2.879, de otras partes del cuerpo, Gal.3.126, Horap.2.10, Gr.Nyss.M.44.252B, Steph.in Hp.Progn.134.30, 136.3.
II adv. δυσπαθῶς = a duras penas, pasándolo mal εἰκὸς δ. ἕξειν τοὺς ἐντευξομένους Origenes M.12.272C.
German (Pape)
[Seite 685] ές (παθεῖν), 1) schwer leidend; bes. ungeduldig im Leid, Plut. Consol. ad Apoll. p. 318, Gegensatz ἀπαθής. – 2) unempfindlich gegen Leiden, abgehärtet; Luc. Gymn. 24; Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ressent vivement la souffrance;
2 impassible contre la douleur.
Étymologie: δυσ-, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
δυσπᾰθής:
1 тяжко страдающий (οὔτ᾽ ἀπαθής, οὔτε δ. Plut.);
2 нечувствительный к страданиям, закаленный (δυσπαθῆ τὴν ψυχὴν ποιεῖν Plut.; δυσπαθέστερα τὰ σώματα γίγνονται Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπᾰθής: -ές, (παθεῖν) εἰς ὑπερβολὴν αἰσθανόμενος, μὴ ὑπομένων τὰ πάθη, ἀντίθ. ἀπαθής, Πλούτ. 2. 102D. ΙΙ. Δυσκόλως αἰσθανόμενος ἢ διατιθέμενος, πολὺ ὅμοιον τῷ ἀπαθής, αὐτόθι 454C, Λουκ. Ἀναχ. 24. -Ἐπίρρ. δυσπαθῶς Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 74, 100, 255 (Migne).
Greek Monolingual
δυσπαθής, -ές (Α)
1. ευαίσθητος, ευπαθής
2. αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, που δεν υφίσταται επίδραση.
Greek Monotonic
δυσπᾰθής: -ές (παθεῖν), αυτός που δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες, σε Πλούτ.· απαθής, αναίσθητος, ατάραχος, σε Λουκ.
Middle Liddell
δυσ-πᾰθής, ές παθεῖν
impatient of suffering, Plut.: hardly feeling, impassive, Luc.