ἀκαιρία

From LSJ
Revision as of 20:15, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 $2, $3, $4;")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαιρία Medium diacritics: ἀκαιρία Low diacritics: ακαιρία Capitals: ΑΚΑΙΡΙΑ
Transliteration A: akairía Transliteration B: akairia Transliteration C: akairia Beta Code: a)kairi/a

English (LSJ)

ἡ, A unfitness of times, opp. ἐπικαιρία, Democr.26e (pl.); opp. εὐκαιρία, Pl.Phd.272a; opp. ἐγκαιρία, Id.Plt.305d; time of trouble, Lib.Or.59.38. 2 of bad seasons, unseasonableness, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀ. Pl.Lg.709a(pl.); τῶν πνευμάτων Arist.Pr.941b25(pl.). 3 impropriety, Pl.Smp.182a. 4 bad taste in writing, D.H.Dem. 7,al. 5 opp. καιρός, want of opportunity, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντες D.1.24; want of time, Plu.2.130e. II of persons, tactlessness, Thphr.Char.12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκαιρίη
I 1inoportunidad, momento inoportuno, mal momento, circunstancia desfavorable Αἰτίαι περὶ ἀκαιριῶν καὶ ἐπικαιριῶν tít. de Democr.B 26e, op. καιρός: καὶ ὅ τι καιρὸς καὶ ὅ τι ἀκαιρίη Hp.Morb.1.1, cf. Dialex.2.20, D.13.11, op. εὐκαιρία Pl.Phdr.272a, ἐγκαιρία Pl.Plt.305d
mal momento τὸν πάππον μεταφέρειν ἐν ταῖς τοιαύταις ἀκαιρίαις llevarse el (cadáver del) abuelo en aquel momento inoportuno Is.8.38, cf. Lib.Or.59.38.
2 falta de oportunidad o de ocasión τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντας D.1.24
falta de tiempo Socr.Ep.33.1, Plu.2.130d, UPZ 145.43 (II a.C.).
3 mal tiempo, temporal ἐνιαυτῶν πολλῶν ... ἀ. Pl.Lg.709a, τῶν πνευμάτων Arist.Pr.941b25.
4 situación, posición desventajosa ἡ κατὰ γῆν ἀ. de Bizancio, Plb.4.44.11.
II 1inoportunidad, impertinencia, falta de tacto ἡ ἀ. καὶ ἀδικία Pl.Smp.182a, εἰς τὰς ἐσχάτας ἀκαιρίας Isoc.15.311, πρὸς δὲ τούτοις φοβοῦμαι τὴν ἀκαιρίαν respecto a eso, temo resultar molesto Isoc.Ep.2.13, cf. Thphr.Char.12.1, ἀλαζονεία καὶ ἀ. Plb.11.8.4, cf. Phld.Rh.1.252.
2 del estilo inoportunidad, mal gusto D.H.Dem.7.5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque d'à-propos, contretemps;
2 manque de tact, gaucherie, inconvenance;
3 manque de temps.
Étymologie: ἄκαιρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαιρία:
1 несвоевременность, неподходящий момент Plat., Dem.;
2 неблагоприятный сезон, дурное время года Plat.: ἀκαιρίαι τῶν πνευμάτων Arst. сезон неблагоприятных ветров;
3 бестактность, надоедливость Plat., Plut.;
4 недостаток или отсутствие времени Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαιρία: ἡ, ἀκαταλληλότης τοῦ καιροῦ, ἀντίθ. τῷ εὐκαιρία, Πλάτ. Φαῖδρ. 272Α· καὶ τῷ ἐγκαιρία, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 305D. 2) ἐπὶ κακοκαιρίας βλαβερᾶς εἰς τὴν γεωργίαν, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀκ., ὁ αὐτ. Νόμ. 709Α· τῶν πνευμάτων, Ἀριστ. Προβλ. 26. 13. 1. 3) ἀντίθ. πρὸς τὸ καιρός, = ἔλλειψις εὐκαιρίας, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες, Δημ. 16. 4: ὡσαύτως, ἔλλειψις χρόνου, Πλούτ. 2. 130Ε. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκαίρου, ἔλλειψις διακρίσεως, ἀδιακρισία, φορτικότης, Πλάτ. Συμ. 182Α, Θεοφρ. Χαρ. 12.

Greek Monolingual

η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) άκαιρος
καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία
αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία)
2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. του καιρός)
3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια, αδιακρισία.

Greek Monotonic

ἀκαιρία: ἡ (ἄκαιρος),
1. ακαταλληλότητα των καιρών, των συγκυριών, το άκαιρο τον συνθηκών, σε Πλάτ.
2. έλλειψη ευκαιρίας, απουσία ευνοϊκής συγκυρίας· τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ἡμέτερον νομίσαντες, σε Δημ.

Middle Liddell

ἄκαιρος
1. unfitness of times: unseasonableness, Plat.
2. want of opportunity, τὴν ἀκαιρίαν τὴν ἐκείνου καιρὸν ὑμέτερον νομίσαντες Dem.

English (Woodhouse)

unseasonableness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ἡ,
1 ungelegene Zeit, Unzeit; Gegensatz ἐγκαιρία Plat. Polit. 305d und καιρός Dem. 1.24, wo es auch ungünstige Lage sein kann.
2 zudringliches und lästiges Betragen, eigtl. wer zur Unzeit stört, Theophr. Char. 12; mit ἀδικία verb., Plat. Symp. 182a; vgl. Pol. 5.15.2; Plut. Pomp. 60 ἀκαιρίαν πράως φέρειν, die Zudringlichkeit ertragen. Bei Isocr. 12.86 steht λόγου ἀκαιρία der συμμετρία entgegen, Unangemessenheit.