σεμνόω
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
make solemn or grand, exalt, magnify, τὰ περὶ Κῦρον Hdt. 1.95; ἄλλως αὐτὰ σ. Id.3.16:—Med., hold the head high, give oneself airs, dub. cj. in Call.Com.12.
German (Pape)
[Seite 872] ehrwürdig machen, bes. in der Erzählung, Etwas erhabener, wichtiger machen, als es wirklich ist, ausschmücken, übertreiben, Her. 1, 95. 3, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre imposant ; orner, embellir.
Étymologie: σεμνός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνόω [σεμνός] eerbiedwaardig maken, verfraaien.
Russian (Dvoretsky)
σεμνόω: (в рассказе) приукрашивать, преувеличивать, раздувать (τι Her.).
Greek Monotonic
σεμνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον σπουδαίο ή μεγαλοπρεπή, εκθειάζω, μεγαλύνω, κοσμώ, μεγαλοποιώ, εξωραΐζω, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, μεγαλύνω, τιμῶ, κοσμῶ, ἐκθειάζω, τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ὑπερηφανεύομαι, Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2.
Middle Liddell
σεμνόω, fut. -ώσω
to make solemn or grand, to exalt, magnify, embellish, Hdt.