σπουδαρχιάω

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαρχιάω Medium diacritics: σπουδαρχιάω Low diacritics: σπουδαρχιάω Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΙΑΩ
Transliteration A: spoudarchiáō Transliteration B: spoudarchiaō Transliteration C: spoudarchiao Beta Code: spoudarxia/w

English (LSJ)

to be eager for offices of state, canvass for them, Arist.Pol.1305a31, D.C.36.39, 55.5, Them.Or.18.224a.

German (Pape)

[Seite 925] nach Aemtern od. Ehrenstellen lüstern sein, wie σπουδαρχέω; Arist. pol. 5, 5; D. C. 36, 22, vgl. Suid.; Lob. Phryn. 81.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. σπουδαρχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαρχιάω [σπουδή, ἄρχω] (ziekelijk) een politieke loopbaan nastreven, stemmen werven.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαρχιάω: домогаться государственных должностей Arst.

Greek Monotonic

σπουδαρχιάω: ενεργώ, πασχίζω για την κατάληψη δημοσίου αξιώματος, θεσιθηρώ, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαρχιάω: εἶμαι πρόθυμος εἰς ἀπόκτησιν ἀξιώματός τινος πολιτικοῦ ἢ δημοσίας θέσεως, δραστηρίως πρὸς τοῦτο ἐνεργῶ, θεσιθηρῶ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 10, Δίων Κ. 36. 22., 55. 5, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 81.

Middle Liddell

σπουδαρχιάω, [from σπουδάρχης
to canvass for office, Arist.