κεραυνοβόλος

From LSJ
Revision as of 15:33, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοβόλος Medium diacritics: κεραυνοβόλος Low diacritics: κεραυνοβόλος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: keraunobólos Transliteration B: keraunobolos Transliteration C: keravnovolos Beta Code: keraunobo/los

English (LSJ)

ον, hurling the thunder, Ζεύς IG 5(2).37 (Tegea); πῦρ τὸ κ. the thundersmiting fire, AP 12.63 (Mel.); κ. νεφέλαι Orph. Fr. 256; of planetary influences, Vett.Val. 14.17; title of the Roman Legio XII Fulminata, DC. 71.9.

German (Pape)

[Seite 1423] den Blitz schleudernd, Luc. Philopatr. 24; πῦρ, der Blitz, Mel. 13. 34 (XII, 63. 141); – κεραυνόβολος, vom Blitz getroffen, δένδρον D. Sic. 1, 13. 17, 75. So muß auch Eur. Bacch. 598 accentuirt werden, wenn es auf die Semele gehen soll, wie Herm. mit Elmsl. will.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance ou accompagne la foudre.
Étymologie: κεραυνός, βάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβόλος -ον [κεραυνός, βάλλω] bliksem werpend:. πῦρ τὸ κεραυνοβόλον het bliksemvuur AP 12.63.2.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβόλος:мечущий гром, поражающий громом (ἀγγεῖον Luc.; πῦρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβόλος: -ον, ἐξακοντίζων τὸν κεραυνόν, Ζεὺς Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 2· πῦρ τὸ κ., τὸ πλῆττον ὡς κεραυνὸς πῦρ, Ἀνθ. Π. 12. 63. ΙΙ. προπαροξ., κεραυνοβόλος, ον, παθ., ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, ἐπὶ τῆς Σεμέλης, Εὐρ. Βάκχ. 598, πρβλ. Διόδ. 1. 13, κτλ.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοβόλος, -ον)
(νεοελλ,) μτφ.
1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση»)
2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος
3. φρ. «κεραυνοβόλο βλέμμα» — άγριο και πολύ αυστηρό βλέμμα
αρχ.
1. αυτός που εξακοντίζει κεραυνούς
2. φρ. «πῡρ τὸ κεραυνοβόλον» — ο κεραυνός.
επίρρ...
κεραυνοβόλως και -α
με κεραυνοβόλο τρόπο, ακαριαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυβόλος, δισκοβόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημασία].

Greek Monotonic

κεραυνοβόλος: -ον (βάλλω),
I. αυτός που πλήττει με κεραυνό, που κάνει φασαρία ρίχνοντας κεραυνούς, σε Ανθ. ΙI. προπαροξ. κεραυνό-βολος, -ον, Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από κεραυνό, σε Ευρ.

Middle Liddell

κεραυνο-βόλος, ον [cf. κεραυνόβολος βάλλω
hurling the thunder, Anth.