ἀρύβαλλος

From LSJ
Revision as of 10:22, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρύβαλλος Medium diacritics: ἀρύβαλλος Low diacritics: αρύβαλλος Capitals: ΑΡΥΒΑΛΛΟΣ
Transliteration A: arýballos Transliteration B: aryballos Transliteration C: aryvallos Beta Code: a)ru/ballos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, A bagor purse, made so as to draw close, Stesich.11, Antiph.50. II globular oil-flask, Ar.Eq.1094, Ath.11.783f.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰρῠ-]
1 bolsa que se cierra tirando de cordones, Stesich.29, Antiph.50.
2 pomo globular, aríbalo Ar.Eq.1094, Ath.783f.
• Etimología: Etim. dud. Quizá un comp. de ἀρύω y βάλλω en asíndeton. Tb. es posible ver en el 2.° término pelásgico *bholn-, cf. βαλλαντιον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bourse qui s'ouvre et se ferme à l'aide de cordons;
2 vase de col étroit et de forme analogue à cette bourse.
Étymologie: ἀρύω, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρύβαλλος: (ᾰρᾰ) ὁ арибалл (узкогорлый сосуд) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ, «πλεκτόν τι βαλλάντιον, ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1094, Στησίχ. 11· ― «ἀρυβάλλους δὲ ἐπὶ τοῦ συσπαστοῦ (συσπάστου, κῶδ.) βαλλαντίου ἐν Ἀντιφάνους Αὑτοῦ ἐρῶντι» Πολυδ. Ι΄, 152. ΙΙ. «ποτήριον κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω δὲ συνηγμένον, ὡς καὶ τὰ συσπαστὰ βαλλάντια, ἃ καὶ αὐτὰ διὰ τὴν ὁμοιότητα ἀρυβάλλους τινὲς καλοῦσι. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσι (1094)» Ἀθήν. ΙΑ. 783F (μετὰ τὸ 466)· κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν Ἀθήν. 783F (μετὰ τὸ 465), «καὶ τὰ τῶν βαλαναίων ἀγγεῖα, ἀρύβαλλος, ἀρύταινα· ἄμφω δ’ Ἀριστοφάνης λέγει» Πολυδ. Ζ΄, 166, Ι΄, 63.

Greek Monolingual

ἀρύβαλλος, ο (Α)
1. σακούλα από δέρμα ή ύφασμα που ανοιγοκλείνει με κορδόνι
2. ποτήρι με στενό λαιμό
3. φιάλη με λάδι την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Στησίχορο και τον Αντιφάνη με σημασία «σάκος που κλείνει με κορδόνι», ενώ στον Αριστοφάνη και τον Αθηναίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει «φιαλίδιο με στενό λαιμό, είδος ποτιστηριού». Άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογία του αρύβαλλος < αρύειν + βάλλειν δεν είναι ικανοποιητική, γιατί προϋποθέτει ως αρχική τη σημασία του ποτιστηριού, πράγμα που αμφισβητείται, ενώ κατ' άλλους η λ. αποτελεί αιγαιακό ή βορειοβαλκανικό δάνειο].

Greek Monotonic

ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ,
I. σάκκος ή πουγκί, σε Στησίχ.
II. στάμνα που μοιάζει στο σχήμα με πουγκί, δηλ. είναι στενή στο λαιμό, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bag, purse, made so as to draw close (Stesich.), globular oil-flask (Ar.). ἀρύβαλλοι· τὰ μαρσύππια. ἀπὸ τοῦ ἀρύειν καὶ βάλλειν εἰς αὐτούς.
Dialectal forms: ἀρβυλίδα· λήκυθον, Λάκωνες H. Also ἀρυβάσσαλον· κοτὺλη η φλάσκων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Hesychius' explanation (though defended by Fraenkel, Glotta 4, 35, and Chantr.) is not worth discussion. (It supposes that the meaning flask is primary, which is doubtful.) Prob. a substr. word. Illyr. or Macedonian acc. to Krahe (letter to Frisk); cf. Haas,Wiener Stud. 1958, 166. Most probably Pre-Greek (note -αλλος). Cf. on βαλλάντιον.

Middle Liddell


I. a bag or purse, Stesich.
II. a bucket shaped like a purse, i. e. narrow at top, Ar. (Deriv. unknown.)

Frisk Etymology German

ἀρύβαλλος: {arúballos}
Grammar: m.
Meaning: Sack, Beutel, der zusammengeschnürt werden kann (Stesich., Antiph.), kugelförmige Gießkanne mit schmalem Hals (Ar., Ath.).
Derivative: Deminutivum ἀρυβαλλίς f. (H., EM). — Nach H. und Fraenkel Glotta 4, 35 aus ἀρύειν und βάλλειν durch asyndetische Verbalverbindung.
Etymology: Die Erklärung setzt u. a. voraus, daß die Bedeutung Gießkanne gegenüber Sack primär sei, was sehr zweifelhaft ist. Wahrscheinlich entweder ägäisches oder vielmehr mit Krahe (brieflich) nordbalkanisches (illyr., maked.) Lehnwort; vgl. zu βαλλάντιον.
Page 1,157

German (Pape)

ἀρύβαλος.