διακύπτω

From LSJ
Revision as of 10:42, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακύπτω Medium diacritics: διακύπτω Low diacritics: διακύπτω Capitals: ΔΙΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: diakýptō Transliteration B: diakyptō Transliteration C: diakypto Beta Code: diaku/ptw

English (LSJ)

A stoop and creep through a narrow place, Hdt.3.145, Ar. Ec.930. 2 stoop so as to peep in, Id.Pax78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.Epit.463. 3 look out, διὰ τῆς θυρίδος LXX 4 Ki. 9.30, cf. PMagd.24.4 (iii B.C.), Luc.Asin.45.

Spanish (DGE)

1 asomarse c. διά y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος LXX Id.5.28, Luc.Asin.45, cf. LXX 4Re.9.31, Clem.Al.Paed.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.Epit.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX Ps.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας εἴσω Luc.Asin.47
abs. asomar la cabeza τί διακύπτεις Ar.Ec.930, διακύψας ὄψομαι Ar.Pax 78, cf. LXX Ez.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς γοῦν προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse Anon.Mirac.Thecl.35.39.
2 de textos escudriñar φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.
3 mirar, fijarse (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres Thdt.Ep.Sirm.34.

German (Pape)

[Seite 585] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher à travers une ouverture pour regarder;
2 se pencher comme pour regarder à travers.
Étymologie: διά, κύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κύπτω vooroverbuigen (om te kijken):. σὺ δὲ τί διακύπτεις; wat sta je daar te gluren? Aristoph. Eccl. 930.

Russian (Dvoretsky)

διακύπτω:
1 высовываться в окно Arph.;
2 выглядывать наружу (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v.l. διακεκοφότες): διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. выглянув в окошко тюрьмы.

Greek Monolingual

διακύπτω (Α) κύπτω
1. περνώ σκύβοντας
2. σκύβω για να δω.

Greek Monotonic

διακύπτω: μέλ. -ψω,
1. σκύβω και σέρνομαι μέσα από ένα στενό μέρος, σε Ηρόδ.
2. σκύβω για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω καὶ διέρχομαι διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) κύπτω ὥστε να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. πρός τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to stoop and creep through a narrow place, Hdt.
2. to stoop so as to peep in, Ar., Xen.