ἔξαρμα

From LSJ
Revision as of 10:54, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρμα Medium diacritics: ἔξαρμα Low diacritics: έξαρμα Capitals: ΕΞΑΡΜΑ
Transliteration A: éxarma Transliteration B: exarma Transliteration C: eksarma Beta Code: e)/carma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐξαίρω)
A rising, swelling, Hp.Epid.4.31; of the tragus of the ear, Ruf.Onom.44.
II meridian height or elevation of the heavenly bodies, τοῦ ἡλίου Str.2.1.18, cf. 1.1.21; τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6, Gem.6.24, Plu.Mar.11, Ptol.Alm.2.3,6, Tetr.76; opp. ἀντέξαρμα, Theol.Ar.25; τοῦ ἐξάρματος ὃ ἐξῆρται Plu.2.410f.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I cien.
1 medic. elevación
a) en la piel, hinchazón, tumor Hp.Epid.4.31;
b) anat. eminencia, prominencia τὰ ὑπὸ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐξάρματα e.e., los pómulos, Ruf.Onom.46, del trago, eminencia cartilaginosa en el oído externo, Ruf.Onom.44, Orib.25.1.17.
2 astr., geog. elevación, altura de los polos en el meridiano c. rel. al horizonte τὸ ἔ. τοῦ πόλου Hipparch.1.3.6, Ptol.Alm.2.2, cf. Tetr.2.7.1, Gem.6.24, Plu.2.410e, plu. τὰ ἐξάρματα τῶν πόλων Str.1.1.21, Ptol.Geog.1.3.3, cf. Ach.Tat.Intr.Arat.26.2, μέγα λαμβάνων ὁ πόλος ἔξαρμα Plu.Mar.11, διὰ τὸ ἔ. τῆς γῆς Alex.Aphr.in Mete.70.34, cf. Papp.in Alm.12.20, (κύκλοι) οἱ τούτων ἐφ' ἑκατέρωθεν τὸ ἔ. καὶ τὸ ἀντέξαρμα ref. a los polos ártico y antártico Theol.Ar.25, de astros τὸ ἔ. τοῦ ἡλίου Str.2.1.18
máxima altura, punto más alto τό τε ἔ. τὸ τῆς σφαίρας καὶ τὸ διάμετρον αὐτῆς Heph.Astr.2.11.85.
II fig., tard.
1 altura, elevación διὰ τὸν αἰθέριον ἔ. en ref. a Zeus dueño del éter, Eust.1011.64.
2 energía, vigor, ímpetu Διομήδης ... οὐδὲν ἔχων ἔ. φύσεως Dam.Hist.Phil.146E, del canto ὁ μεμελισμένος λόγος, ὃς καὶ ἔ. ἔχει ἤγουν ὕψος Eust.9.6.

German (Pape)

[Seite 872] τό, die Erhebung, Geschwulst, Hippocr. – Von den Himmelskörpern, ihre Höhe am Himmel, ἡλίου Strab. 2, 1, 18; von der Polhöhe, Plut. Mar. 11 def. or. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élévation, hauteur des astres, du pôle, etc.
Étymologie: ἐξαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἔξαρμα: ατος τό ἐξαίρω астр. возвышение (по меридиану), высота (τοῦ πόλου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρμα: τό, (ἐξαίρω), οἴδημα, πρήξιμον, ᾖ μάλιστα τὸ ἔξαρμα ἦν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Δ΄, 1133F. ΙΙ. ἡ ἄρσις ἢ ὕψωσις τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὸ ἔξαρμα τοῦ ἡλίου τὸ κατὰ τὰς μεσουρανήσεις ἐν ταῖς χειμεριναῖς τροπαῖς Στράβων 75· τοῦ πόλου Ἵππαρχος παρὰ Πτολ. 1. 4· μέγα λαμβάνων ὁ πόλος ἔξαρμα Πλουτ. Μάριος 11, Ἠθικ. 410Ε. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἐμμελοῦς λόγου, ὕψος, ὄγκος, μέγεθος, «ἀείδειν δέ ἐστι τὸ ἐμμελῶς λέγειν, καὶ ᾠδὴ ὁ μεμελισμένος λόγος, ὃς καὶ ἔξαρμα ἔχει» Εὐστ. εἰς Ἰλιάδ. Ι. 5· ἐπὶ προσώπου, ἔξοχον πλεονέκτημα, «οὐδὲν ἔχων ἔξαρμα φύσεως (ὁ Διομήδης)» Σουΐδ. ἐν λέξει Εὐπείθιος.

Greek Monolingual

το (AM ἔξαρμα) εξαίρω
1. άρση, ύψωση, ύψωμα του εδάφους, λόφος
2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο
3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα
ειδικ. «το έξαρμα του πόλου» — το ύψος του ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα του παρατηρητή, που είναι ίσο με τη γωνία που σχηματίζει ο άξονας της γης και ο ορίζοντας ή με το γεωγραφικό πλάτος του τόπου
μσν.
(για λόγο) ύψος, ένταση, όγκος, έξαρση
αρχ.
(για πρόσ.) έξοχο πλεονέκτημα.