ἀντιλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 11:17, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλαγχάνω Medium diacritics: ἀντιλαγχάνω Low diacritics: αντιλαγχάνω Capitals: ΑΝΤΙΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: antilanchánō Transliteration B: antilanchanō Transliteration C: antilagchano Beta Code: a)ntilagxa/nw

English (LSJ)

pf. A -είληχα D.40.3:—as law-term, move for a rehearing of a suit, when the case had gone by default, ἀ. δίαιταν Id.21.86; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίαιταν) ib.90, cf. Poll.8.61, Hsch.; τὴν ἔρημον (sc. δίκην) ἀ. D.32.27. II enter an exceptive plea, οἱ νόμοι διδόασι τὰς παραγραφὰς ἀντιλαγχάνειν Id.37.33. III bring counteraction, Procop.Arc.17.

Spanish (DGE)

jur.
1 recurrir contra δίαιταν D.21.86, τὴν μὴ οὖσαν (δίαιταν) D.21.90, 39.38.
2 alegar excepciones τὰς παραγραφάς D.37.33.
3 demandar a su vez δίκην οὐ γεγονότων ἐγκλημάτων ἀντιλαχοῦσαι τοὺς ἄνδρας ὑπῆγον Procop.Arc.17.24.

German (Pape)

[Seite 254] (s. λαγχάνω), dagegen durchs Loos erlangen; δίκην, eine Klage gegen ein gefälltes Urtheil erheben, z. B. δίκην ἔρημον ἀντιλαχεῖν Dem. 32, 27, gegen ein Contumacialurtheil auf restitutio in integrum klagen; vgl. Poll. 8, 61; τὴν μὴ οὖσαν, sc. δίκην, gegen eine Entscheidung als ungültig protestiren, Dem. 21, 90; παραγραφήν 37, 33; ἀντειλήχασιν 40, 3. Vgl. Hermann's Staatsalterth. §. 145, 1.

French (Bailly abrégé)

obtenir en partage à son tour ou à l'encontre ; t. de droit intenter une action en nullité, déposer une action reconventionnelle, soulever une exception.
Étymologie: ἀντί, λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλαγχάνω: (pf. ἀντείληχα) юр. обжаловать, опротестовывать (παραγραφήν Dem.): ἀ. δίαιταν Dem. обжаловать решение третейского суда; ἀ. τὴν μὴ οὖσαν (sc. δίκην) Dem. возбуждать ходатайство об отмене судебного решения; ἀ. ἔρημον (sc. δίκην) Dem. опротестовывать вынесенное заочно решение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι: πρκμ. -είληχα Δημ. 1009. 4: - ὡς νομικὸς ὅρος, ἀντ. δίαιταν, «ἀντιλαχεῖν, ἀντικαλέσαι ἐστὶν» Α. Β. 184. 29. - «τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ λαχόντα ἐρήμην ὄφλειν, καὶ πάλιν ἐπὶ τὰ αὐτὰ δικάζεσθαι» Ἡσύχ. - τὴν μὴ οὖσαν (δίκην) ἀντιλαχεῖν ἐξῆν αὐτῷ δήπου, ἐπετρέπετο νὰ διαμαρτυρηθῇ κατ’ αὐτῆς ὡς ἀκύρου, Δημ. 543. 14· ἵνα... τὴν ἔρημον (ἐνν. δίκην) ἀντιλάχῃ, κατορθώσῃ νὰ τὴν ἀναιρέσῃ ὡς ἄδικον, ὁ αὐτ. 889. 23· ἀντ. τὰς παραγραφὰς ὁ αὐτ. 976. 24: - πρβλ. Att. Process. 756.

Greek Monolingual

ἀντιλαγχάνω (AM)
μσν.
υποβάλλω αντικαταγγελία, αγωγή «κατ' ένστασιν»
αρχ.
1. ζητώ ή επιτυγχάνω επανεκδίκαση υπόθεσης
2. υποβάλλω ένσταση για ακυρότητα δίκης ή επιτυγχάνω την αποδοχή αυτής της ένστασης.

Greek Monotonic

ἀντιλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· ως νομικός όρος, ἀντ. δίαιταν, έχω ορισμένη (συγκεκριμένη) διαιτησία, δηλ. έχει λήξει η προηγούμενη, σε Δημ.· ἀντ. ἔρημον (ενν. τὴν δίκην), κατορθώνω να την αναιρέσω ως άδικη, στον ίδ.

Middle Liddell


as a law-term, ἀντ. δίαιταν to have a new arbitration granted, i. e. to get the old one set aside, Dem.; ἀντ. ἔρημον (sc. τὴν δίκην) to get it set aside by default, Dem.