προφορά

Revision as of 14:29, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

English (LSJ)

ἡ, (προφέρω)
A pronunciation, utterance, D.H.Dem.22, Ph. 1.50; λέξις καὶ προφορά Plu.2.41a; π. καὶ γραφῇ Phld.Rh.1.159S.; τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου, S.E.P.1.15,203; ῥημάτων Hdn.1.8.6; ὁ κατὰ προφορὰν λόγος, ἐν προφορᾷ λόγος = ὁ προφορικὸς λόγος (uttered word, speech), Ph.1.232, Plu.2.777b.
II 'procession', going forth, Plot.2.9.1; προφορὰ καὶ ἐνέργεια Id.4.3.2.
III front end of a battering-ram, Ath.Mech.25.3.
IV public reproach, rebuke, Plb.9.33.12.
V decision of a court, CPR 18.40 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 797] ἡ, das Vortragen, Vorbringen, ῥημάτων, Hdn. 1, 8, 12, der Vortrag; τόνου, s. προφέρεσθαι, Ath. II, 52 f; φωνῶν, S. Emp. pyrrh. 1, 15; ὁ ἐν προφορᾷ λόγος, = προφορικός, Plut. philos. c. princ. 2; auch der Vorwurf, Pol. 5, 11, 2. 9, 33, 13 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
I. front ou face antérieure;
II. 1 action de proférer, d'énoncer, de produire : ὁ ἐν προφορᾷ λόγος PLUT discours par la parole ; t. de gramm. prononciation;
2 reproche public.
Étymologie: προφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφορά -ᾶς, ἡ [προφέρω] voordracht, manier van uitspreken.

Russian (Dvoretsky)

προφορά:
1 произнесение (φωνῶν Sext.): ὁ ἐν προφορᾷ λόγος Plut. речь, выраженная словами;
2 упрек, порицание (ἄξιος ὀνείδους καὶ προφορᾶς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προφορά: ἡ, (προφέρω) ὡς καὶ νῦν, τὸ προφέρειν, ὁ τρόπος τοῦ προφέρειν, περὶ τὴν τῶν ῥημάτων προφορὰν Ἡρῳδιαν. 1. 8, 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22, Wyettenb. εἰς Πλούτ. 2. 41Α, Κλήμ. Ἀλ. 203· τῶν φωνῶν, τοῦ λόγου Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1, 15 καὶ 203· - ὁ ἐν προφορᾷ λόγος = ὁ προφορικὸς λ., αὐτόθι 777Β. ΙΙ. ἐπιτίμησις δημοσίᾳ, Πολύβ. 9. 33, 13.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προφέρω
ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ' αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι παραλλαγή», Μέγ. Βασ.
γ. «λέξις καὶ προφορά», Πλούτ.)
μσν.
ορισμός, διατύπωση
μσν.-αρχ.
1. άνετη ροή του λόγου, ευγλωττία («ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου προφορᾷ καὶ ἑτοιμολογία», Επιφάν.)
2. έκφραση, διατύπωση («οὐ κατὰ τὴν προφορὰν ἀλλὰ κατὰ τὸ τῆς νοήσεως ἐπιτεταμένον», Ωριγ.)
αρχ.
1. πομπή
2. το πρόσθιο μέρος πολιορκητικού κριού
3. δημόσια μομφή, επιτίμηση
4. δικαστική απόφαση
5. φρ. «ὁ κατὰ προφορὰν λόγος» ή «ὁ ἐν προφορᾷ λόγος» — ο προφορικός λόγος.