περιψάω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
wipe all round, wipe clean, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ar.Eq. 909; τὰ βλέφαρα περιέψησεν Id.Pl.730; σφόγγοι περιψῆσαι τὰ ἀναθήματα IG11(2).287 A 84(Delos, iii B. C.); π. σπόγγῳ τὸ ἄγγος Zos. Alch.p.224B.
German (Pape)
[Seite 601] (s. ψάω), inf. ψῆν, Ar. Equ. 906, ringsumher wischen, abstreichen, reinigen, τὰ βλέφαρα περιέψησεν, Plut. 730, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
frotter ou essuyer tout autour, étriller.
Étymologie: περί, ψήχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ψάω, inf. praes. περιψῆν, schoonvegen.
Russian (Dvoretsky)
περιψάω: обтирать, вытирать (τὠφθαλμιδίω, τὰ βλέφαρα Arph.).
Greek Monotonic
περιψάω: απαρ. -ψῆν, αόρ. αʹ περιέψησα· σκουπίζω ολόγυρα, σφουγγίζω και καθαρίζω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιψάω: ἀπαρ. -ψῆν, σπογγίζω ὁλόγυρα, σπογγίζω καὶ καθαρίζω, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ἀριστοφ. Ἱππ. 909· τὰ βλέφαρα περιέψησεν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 730.
Middle Liddell
inf. -ψῆν aor1 περιέψησα
to wipe all round, to wipe clean, Ar.