κακομηχανία

From LSJ
Revision as of 13:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομηχᾰνία Medium diacritics: κακομηχανία Low diacritics: κακομηχανία Capitals: ΚΑΚΟΜΗΧΑΝΙΑ
Transliteration A: kakomēchanía Transliteration B: kakomēchania Transliteration C: kakomichania Beta Code: kakomhxani/a

English (LSJ)

ἡ, practising of base arts, mischief, Luc.Phal.1.12, Adam.1.5.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odieuse machination.
Étymologie: κακομήχανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομηχᾰνία:коварный образ действий, коварство, козни Luc.

Greek Monolingual

κακομηχανία, ἡ (AM) κακομηχανώ
το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κᾰκομηχᾰνία: ἡ, εξάσκηση ευτελών πρακτικών, ενασχόληση με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κακομηχᾰνία: ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.

Middle Liddell

κᾰκομηχᾰνία, ἡ,
a practising of base arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]