ἀμφίκλυστος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, washed on both sides by waves, ἀκτή, of a promontory, S.Tr.752, cf. 780; ἠιών Str.11.4.2; χῶμα App.BC5.72.
Spanish (DGE)
-ον
batido enteramente por el agua de cabos o promontorios ἀκτή S.Tr.752, πέτρα S.Tr.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.BC 5.72, χοιράδας Lyc.633.
German (Pape)
[Seite 140] rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
baigné tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κλύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκλυστος: кругом омываемый (волнами) (ἀκτή Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκλυστος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν περικλυζόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀκτή τις ἀμφ., ἐπὶ ἀκρωτηρίου, Σοφ. Τρ. 752, πρβλ. 780.
Greek Monolingual
ἀμφίκλυστος, -ον (Α) ἀμφικλύζω
αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού.
Greek Monotonic
ἀμφίκλυστος: -ον (κλύζω), βρεγμένος και στις δύο πλευρές από τα κύματα, σε Σοφ.
Middle Liddell
κλύζω
washed on both sides by the waves, Soph.