βιοφειδής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ές, penurious, AP6.251 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ές
que ahorra alimento λύχνου σέλας ἐκ βιοφειδοῦς ὄλπης brillo de una luz procedente de un recipiente que contiene escaso aceite, AP 6.251 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 446] ὄλπη, Lebensunterhalt sparend, Philip. 11 (VI, 251).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ménage ses ressources, économe.
Étymologie: βίος, φείδομαι.
Russian (Dvoretsky)
βιοφειδής: сберегающий, щадящий средства к жизни, экономный, т. е. скудный (ὄλπη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βιοφειδής: -ές, φειδωλός, Ἀνθ.ΙΙ. 6. 251.
Greek Monotonic
βιοφειδής: -ές (φείδομαι), τσιγκούνης, φειδωλός, σε Ανθ.