ἡδυπάθεια

From LSJ
Revision as of 19:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠπάθεια Medium diacritics: ἡδυπάθεια Low diacritics: ηδυπάθεια Capitals: ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: hēdypátheia Transliteration B: hēdypatheia Transliteration C: idypatheia Beta Code: h(dupa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, pleasant living, luxury, X.Cyr.7.5.74, Hp.Ep. 17, Plu.2.6b, al., Sor.1.34, Luc.DMort.10.8: in plural, Ath.4.165e, Just.Nov.105.1; title of work by Archestratus, Ath.1.4e.

German (Pape)

[Seite 1154] ἡ, Wohlbehagen, Xen. Cyr. 7, 5, 74; Ath. II, 40 c u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vie de jouissance, mollesse.
Étymologie: ἡδυπαθής.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠπάθεια:утопание в роскоши, в наслаждениях, жизнь, полная наслаждений Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπάθεια: ἡ, εὐαρεστος ζωή, ἀπόλαυσις, τρυφή, οἳ νομίζουσι τὸ μὲν πονεῖν ἀθλιώτατον, τὸ δ’ ἀπόνως βιοτεύειν ἡδυπάθειαν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 74.

Greek Monolingual

η (AM ἡδυπάθεια) ηδυπαθής
απόλαυση, διασκέδαση, ευχάριστη ζωή
νεοελλ.
1. ηδονική ζωή, φιληδονία, τάση και ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις
2. νωχέλεια
αρχ.
1. ως κύρ. όν. Ἡδυπάθεια
τίτλος έργου του Αρχεστράτου
2. στον πληθ. αἱ ἡδυπάθειαι
οι λιχουδιές, τα πικάντικα φαγητά.

Greek Monotonic

ἡδυπάθεια: ἡ (ἡδυπαθής), ευάρεστη ζωή, απόλαυση, τρυφή, πολυτέλεια, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡδυπάθεια, ἡ, ἡδυπαθής
pleasant living, luxury, Xen.